π. Νικόλαος Πέττας: 1η Σειρά ἀπό Μαρτυρίες
Ἐπιλογή ὑλικοῦ καί εἰσαγωγή ἀφιερώματος: τοῦ ὑπεύθυνου τῆς ἱστοσελίδας κ. Φωτίου Ἀρ. Δημητρακοπούλου, καθηγητοῦ Βυζαντινῆς Φιλολογίας στό Τμῆμα Φιλολογίας τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.
Ὁ π. Νικόλαος Πέττας γεννήθηκε στίς 27 Μαΐου τοῦ 1941 στήν πόλη τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέα, στήν Πάτρα[1]. Λόγω τῆς οἰκονομικῆς δυνατότητας τῆς οἰκογένειας καί τῆς θεαρέστου ἐλεημοσύνης τῆς μητέρας του, τό σπίτι τους συγκέντρωνε πολλούς πτωχούς στά δύσκολα κατοχικά χρόνια, καθώς καί πνευματικές παρέες ἀπό τόν κύκλο τοῦ π. Γερβασίου, μέ ἐπικεφαλῆς τόν δάσκαλό τους ἀείμνηστο κατηχητή Γεώργιο Οἰκονόμου. Στό πνευματικό ἐκεῖνο περιβάλλον τῆς οἰκίας του ὁ Νικόλαος μέ τούς δικούς του, ἔκαναν μαθήματα χριστιανικῆς ἀγωγῆς στούς νέους καί συνέχιζαν τίς πνευματικές συζητήσεις. Ἄν καί ὁ Νικόλαος συνήθιζε νά συναναστρέφεται μέ μεγαλύτερούς του σοφούς ἀνθρώπους, εἶχε ἰδιαίτερη εὐαισθησία στά παιδιά τοῦ Ὀρφανοτροφείου τοῦ Σκιαγιοπουλείου, πού εὑρίσκετο στήν γειτονιά τους, καί μέ τούς δικούς του φιλοξενοῦσε στίς γιορτές τά ὀρφανά στό σπίτι τους. Πολλά ἀπό τά παιδιά, πού κατηχοῦσε ἔγιναν ρασοφόροι καί χρήσιμοι στήν κοινωνία.
Ἕνας ἀπό τά κατηχητικόπουλα, ὁ Περικλῆς Γ., ἀναφέρει ὅτι ὁ Πατήρ Νικόλαος μέ τόν ἀδελφό του Παναγιώτη τούς συγκέντρωναν καί τούς ἔκαναν μαθήματα κατήχησης καί γιά τό πῶς πρέπει νά συμπεριφέρονται χριστιανικά στήν κοινωνία. «Ὅλα αὐτά τά χρειάστηκα στήν πορεία τῆς ζωῆς μου καί πάντοτε ὅλοι μας τόν εὐγνωμονοῦμε… Μία φορά, μετά τήν κατήχηση, μοῦ δείχνει ἕνα σκίτσο πού εἶχε σέ ἕνα συρτάρι καί ποῦ εἰκόνιζε δεξιά ἕναν ἄγγελο Κυρίου καί ἀριστερά ἕναν ἄγγελο τοῦ σκότους. Μέ ρωτᾶ: «Περικλῆ, ποῦ ἀνήκει ἡ καρδιά σου, στόν ἄγγελο τοῦ φωτός ἤ στόν μαῦρο ἄγγελο». Ἐγώ τοῦ ἀπαντῶ μέ τά χείλη: «Μέ τόν ἄγγελο τοῦ φωτός βέβαια». Ἐκεῖνος μοῦ λέει: «Γιά δεῖξε μου τόν ἄγγελο αὐτόν πού λές». Ἐγώ, χωρίς νά ξέρω γιατί, ἔδειχνα τόν ἄγγελο τοῦ σκότους. Τράβηξα τό χέρι μου και, ξαναδείχνοντας πάλι, μαγνητιζόταν ἐκεῖ. Τότε μοῦ ἐπαναλαμβάνει: «Ποῦ ἀνήκεις;». Ἐγώ, χωρίς νά ἐλέγχω τό χέρι μου, τοῦ ἔδειχνα πάλι τόν ἄγγελο τοῦ σκότους. Τότε μέ τόν μειλίχιο λόγο του, μοῦ ἄνοιξε τήν διάνοια καί συνειδητοποίησα πολλά. Μέ τήν προσευχή του ἀπαλλάχθηκα ἀπό αὐτό τόν πειρασμό».
Στήν χειροτονία τοῦ γιοῦ τοῦ π. Νικολάου, π. Νεκταρίου, πού τέλεσε τήν 1η Μαΐου τοῦ 1999 ὁ μακαριστός Ἀρχιεπίσκοπος κυρός Χριστόδουλος, κατά τήν συζήτηση μεταξύ τῶν δύο ἀνδρῶν ὁ πρῶτος θαύμασε τήν εὐστροφία, τήν πνευματικότητα καί τό ἦθος τοῦ σεβασμίου π. Νικολάου. Συζήτησαν διάφορα θέματα, ὅπως γιά τήν ἱεροσύνη, τήν οἰκογένεια, τήν παιδεία, τήν ἐπικαιρότητα, τίς δοκιμασίες καί ἄλλα. Συγκεκριμένα, ὁ μακαριστός Ἀρχιεπίσκοπος εἶπε στόν π. Νικόλαο: «Μέ ἀφήνετε ἀποστομωμένο καί ἐκπλήσσομαι πῶς μέσα ἀπό πολυμελῆ οἰκογένεια καί βαριά καθήκοντα, ἔχετε αὐτή τήν πνευματική ὡριμότητα καί σφαιρική γνώση τῶν πραγμάτων περί παντός ἐπιστητοῦ. Ἄν καί ἔχετε πραγματική ταπείνωση καί μυστική πνευματικότητα, ἡ ὁποιουδήποτε συναναστροφή μέ σᾶς, δέν τοῦ ἀφήνει περιθώρια νά μήν ἀντιληφθεῖ αὐτόν τόν πλοῦτο στήν ψυχή σας, ὅσο καί ἄν τό κρύβετε!».
Βίωνε συχνά ἀποκαλυπτικές ἐμπειρίες τήν ὥρα τῆς λατρείας καί στήν καθημερινή ζωή του. Ἐντούτοις μέ πολλή δυσκολία καί μόνο γιά πνευματική στήριξη καί ὄφελος μαρτυροῦσε κάτι. Μία φορᾶ ρώτησε σάν παιδί τόν Χριστό, τί σημαίνει τό: «Ἔθελξας πόθῳ μέ Χριστέ μου καί ἠλλοίωσας τῷ θείῳ σου ἔρωτι», καί ἔπειτα, ἐνῶ βρισκόταν γονατιστός στήν Ἁγία Τράπεζα, μία ἀόρατη δύναμη τόν τραβοῦσε σάν μαγνήτης καί τόν κόλλησε στόν Ἐσταυρωμένο. Καί ἄλλες φορές, πού συνέβαινε αὐτό, ἀπευθυνόμενος μέ παιδική ἀθωότητα ἔλεγε στόν Ἐσταυρωμένο λακωνικά: «Ἐντάξει, φθάνει!».
Μία ἄλλη ἐνορίτισσα, ἡ Μαρία Λ., διηγεῖται ὅτι ὁ π. Νικόλαος ἤξερε τοῦ ποιμνίου του τά προβλήματα, καθώς καί κατά πόσον αὐτό ἦταν ἀφοσιωμένο στά τελούμενα. Μία φορά τῆς λέει ἀποκαλυπτικά: «Μαρία, κάθεσαι στίς μπροστινές θέσεις καί σκέπτεσαι αὐτά, πού τελοῦνται στή θεία Λατρεία. Καλά κάνεις! Ἐγώ σέ παρακολουθῶ κάθε φορά μέ πόση θέρμη συμμετέχεις».
Μετά τήν κατάλυση τοῦ Ἁγίου Ποτηρίου, διάβαζε τήν θεία Εὐχαριστία και, ἀφοῦ ἔκλεινε τό ναό, ἔμενε μόνος του γιά δυό-τρεῖς ὧρες ξαπλωμένος, ὡς λιπόθυμος μπροστά στήν Ἁγία Τράπεζα. Κάποτε οἱ συνεφημέριοί του τόν βρῆκαν ἐκεῖ, σε τέτοια κατάσταση, ὥστε ἀδυνατοῦσε νά ἐπικοινωνήσει μέ ἄνεση μαζί τους, καί τόν ρωτοῦσαν ἀπορημένοι: «Τί ἔκανες, Πατέρα, τόσες ὧρες ἐκεῖ;» Ἐκεῖνος ταπεινά καί μέ εὐθύτητα τούς ἀπάντησε: «Ἔπρεπε νά μείνω σέ αὐτή τήν θέση, γιά νά συνέλθω, νά προσγειωθῶ στά γήινα, ἀφοῦ τό σῶμα δέν ἀντέχει αὐτά, πού τελοῦνται μετά τήν ἀναίμακτη Θυσία». Καί συνέχισε λέγοντας: «Τήν ὥρα αὐτή, πού καταλύουμε τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ μέ τίς ὑπόλοιπες μερίδες καί τούς μαργαρίτες ἀπό τίς ψυχές τῶν ζώντων καί τῶν κεκοιμημένων, μέσα στό στομάχι τοῦ ἱερέα γίνεται δικαστήριο, οἱ ζῶντες ζητοῦν τά αἰτήματά τους, ἐνῶ οἱ κεκοιμημένοι τήν ἀνάπαυση». Γι’ αὐτό καί στούς οἰκείους του καί στούς γνωστούς του ἔλεγε ὅτι «ἐνῶ ἐσεῖς τήν ὥρα τῆς Λειτουργίας μπορεῖ νά εἶσθε σπίτι σας ἤ στό σχολεῖο, ἐγώ σᾶς ἔχω ἐδῶ στό Ἅγιο Δισκάριο!»
Ἄλλες φορές στόν ἀείμνηστο ἀξιωματικό Κωνσταντῖνο Στάμο ἐμπιστεύθηκε ὅτι συλλειτουργοῦσε μέ ἁγίους, ὅπως τόν Μέγα Βασίλειο, τόν ἅγιο Νικόλαο, τόν ἅγιο Χαράλαμπο, τόν ἀρχιδιάκονο Στέφανο, τόν ἅγιο Νεκτάριο καί τόν μαθητή του Γέροντα Γερβάσιο. Ἐπίσης εἶχε ἐμπιστευθεῖ σέ πνευματικά του παιδιά ὅτι ἀπό τό πρωί στίς τέσσερις, πού ἄρχιζε τήν Προσκομιδή συνεννοεῖτο μέ Ἀγγέλους-Διακόνους, ὑπηρέτες τοῦ Ἱεροῦ Βήματος. Τόν ἅγιο Χαράλαμπο τόν εἶχε συλλειτουργό σέ παρεκκλήσιο τῆς ἐνορίας, πού εἶναι πρός τιμή του.
Σέ μία ἄλλη εὐσεβῆ γυναίκα ἀπό τήν Πάτρα, τήν Ἀγγελική Ἀ., τηλεφώνησε ἕνα πρωί νωρίς καί τῆς εἶπε μέ πατρική στοργή: «Ἀγγελική μου, χθές τό βράδυ γιατί εἶχες πάει στό ὑπόγειο τοῦ καταστήματός σου καί ἔκλαιγες γιά τό τάδε πρόβλημα τοῦ γιοῦ σου; Ἡ Παναγία θά δώσει σύντομα τήν λύση». Ἐκείνη ἔμεινε ἔκπληκτη πῶς γνώριζε ὅτι ἔκλαιγε, καί μέ τήν εὐχή τοῦ π. Νικολάου λύθηκε τό πρόβλημα τῆς οἰκογένειας.
Θεοσεβούμενοι δικαστικοί, πού εἶχαν τόν φόβον μήπως ἀδικήσουν κάποιον μέ τίς ἀποφάσεις τους, ρωτοῦσαν τόν π. Νικόλαο τήν γνώμη του. Ἐκεῖνος, σάν νά ἤξερε ὅλες τίς λεπτομέρειες τῆς ὑπόθεσης μετά ἀπό προσευχή τούς ἔλεγε τί νά κάνουν.
Ἔβρισκε στόν δρόμο πρόσωπα καί τούς ἀποκάλυπτε τό ὄνομά τους καί λεπτομέρειες ἀπό τήν ζωή τους, ἀκόμη καί ἀσθένειες, πού δέν ἤξεραν ὅτι εἶχαν, ἤ θά ἀποκτοῦσαν στό ἄμεσο μέλλον. Τιμοῦσε πολύ τήν πίστη καί τό ἔθνος μας, ἀλλά καί τήν οἰκογένεια, καθώς καί τήν ἱερατική του διακονία, ὅπως τήν ἐκφράζει ἡ ἱερά παράδοση.
Μαθητές του πού μέ ἐνέσεις ἔκαναν χρήση ἀπαγορευμένων οὐσιῶν, γιά νά μή φαίνονται τά τρυπήματα ἐκάλυπταν τά σημεῖα, πού τίς ἔκαναν. Ὁ ἱερέας τό διέγνωσε αὐτό καί σήκωνε τό μανίκι ἀπό τά χέρια τους καί τούς μιλοῦσε μέ πατρική ἀγάπη, παρακαλῶντας τους νά ἀγωνισθοῦν στήν ζωή τους καί νά μήν πέφτουν θύματα. Ἔλεγε γιά τά παιδιά αὐτά ὅτι τούς λείπει ἡ οἰκογενειακή ἀγάπη καί γι’ αὐτό φθάνουν σέ τέτοια ἀδιέξοδα. Ἀκόμη, τούς βοηθοῦσε, ὥστε νά πάρουν τό πτυχίο τους γιά νά ἀποκατασταθοῦν ἐπαγγελματικά καί νά πάρουν τόν δρόμο τῆς ζωῆς. Μάλιστα τά παιδιά, πού ἔπαιρναν οὐσίες, τά καλοῦσε στό γραφεῖο του ἰδιαιτέρως καί ἔκλαιγε μπροστά τους, συμπονῶντας γιά τήν δοκιμασία, πού ζοῦσαν, καί τούς φιλοῦσε τά χέρια, παρακαλώντας νά σταματήσουν τήν χρήση αὐτῶν τῶν οὐσιῶν. Αὐτή ἡ μεγάλη ταπείνωση καί ἡ πατρική του ἀγάπη ἔφερε πολλούς νέους στήν σωτηρία».
Μία σημαντική μαρτυρία δίνει ὁ π. Γρηγόριος Μ. ἀπό τήν Ἠλεία: «Εἶχα ἀκούσει ὅτι στήν Πάτρα ἦταν ἕνας ὀνομαστός καί πνευματικός κληρικός, ὁ π. Νικόλαος Πέττας, καί εἶχα διακαῆ πόθο νά τόν συναντήσω, γιά νά τόν συμβουλευτῶ. Ὁ Θεός ἔφερε ἔτσι τά πράγματα ὥστε νά συναντηθοῦμε τό 1998, πού ἤμουν ἱεροσπουδαστής στό Ἐκκλησιαστικό Λύκειο Πατρῶν. Μιά μέρα, μετά τό σχολεῖο, πῆγα στήν ὁδό Κυρίλλου Ἀρχιεπισκόπου στήν Πάτρα, γιά νά κάνω ἰδιαίτερο μάθημα. Φεύγοντας, σέ μία διάβαση τρένου, καθόταν καί μέ περίμενε ἕνας πολύ ψηλός ἱερέας μέ ἀσκητική μορφή καί μέ ἔντονα γαλανά μάτια. Μέ φωνάζει κοντά του καί μοῦ λέει: «Ποιός εἶσαι ἐσύ, καλό μου παιδί;». Μόλις τοῦ εἶπα, βγάζει αὐτομάτως ἕνα ξυλόγλυπτο σταυρό καί μέ σταύρωσε. Μοῦ λέει μέ σιγουριά καί χαρά: «Θά γίνεις δηλαδή ἱερέας, τί χαρά πού πῆρα, νά γίνεις καλός ἱερέας!» καί τό ἐπαναλάμβανε αὐτό μέ χαρά καί ἐνθουσιασμό. Ὡστόσο μέ κρατοῦσε μέσα στίς γραμμές τοῦ τρένου καί ἐπιμόνως τοῦ ἔλεγα νά πᾶμε παραδίπλα, μήπως περάσει τρένο καί μᾶς πατήσει. Μοῦ λέει μέ σιγουριά: «Δέν θά ἔρθει τίποτα». Συνεχίζοντας τοῦ λέω: «Θά χάσω καί τό λεωφορεῖο!». Μοῦ ἀπαντᾶ ἀμέσως μέ βεβαιότητα καί ταπείνωση: «Θά κάνω προσευχή καί θά ἀργήσει σήμερα τό λεωφορεῖο ἀπό ἔκτακτη αἰτία!». Μετά μοῦ λέει: «Ἔχω καί ἐγώ ἕνα γιό ἀφιερωμένο στήν Ἐκκλησία μας καί εἶναι Μοναχός, ἔχω μεγάλη χαρά καί ἔχει πάρει τό ὄνομα τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, πού πολύ τόν ἀγαπῶ».
Τελικά, ὅπως τά εἶπε ὁ π. Νικόλαος, οὔτε τρένο ἦρθε ὅσο διάστημα καθόμασταν στίς γραμμές καί συζητούσαμε καί μέ σταύρωνε, καί τό λεωφορεῖο γιά ξαφνική αἰτία, στό συγκεκριμένο δρομολόγιο, ἄργησε καί τό πρόλαβα. Γενικά ὁ π. Νικόλαος ἦταν ἄνθρωπος ἐνθουσιώδης καί χαρούμενος γιά τήν ἱερωσύνη. Καταλάβαινες ὅτι εἶχε ἄμεση παρρησία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί δέν πατοῦσε στή γῆ, ἦταν στόν οὐρανό, Πέττας ὄνομα καί πρᾶγμα. Πατοῦσε στή γῆ, ἀλλά πετοῦσε στόν Παράδεισο ἀπό αὐτή τήν ζωή. Ἡ μορφή του ἦταν λαμπερή καί ἀπό τά ἤρεμα μάτια του ἔβγαιναν φωτιές, ἦταν πεντακάθαρα καί σταθερά, μία πρός ἐσένα καί μία πρός τόν Θεό. Ἐντύπωση μοῦ ἔκανε ὅτι ἔβλεπα τά μαλλιά του καί τά γένεια του λευκά καί καθαρά -αὐτό ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς Χάριτος- ἐνῶ ἀπό τίς φωτογραφίες παρατηρεῖς ὅτι ἀκόμη καί μέχρι τήν κοίμησή του ἦταν γκρίζα. Στήν ἀρχή, ὅταν μοῦ ἔλεγε ὅλα αὐτά τά διορατικά καί προφητικά λόγια, τόν παρεξήγησα, καί ἀναρωτιώμουν πώς ἤξερε τόσα γιά μένα; Ἀλλά ἀργότερα κατάλαβα ὅτι ὁμιλοῦσε μέ θεία φώτιση καί βουλή. Σοῦ ἔδινε νά καταλάβεις ὅτι στήν ζωή καί στήν διακονία του ἦταν κοντά του ὁ Θεός, ὅλα γύρω του ἄρχιζαν καί τελείωναν μέ τόν Θεό. Τελειώνοντας, ἀναφέρω ὅτι, πρίν φύγει, μοῦ εἶπε τρεῖς φορές: «Παιδί μου, μήν μέ ξεχάσεις, εἶμαι ὁ πάπα-Νικόλαος Πέττας, μήν μέ ξεχάσεις!». Ἄς ἔχουμε τήν ἁγία του εὐχή καί ἄς δοξάζουμε Τόν ἐν Τριάδι Θεό, πού δίνει τούς δικούς του ἀνθρώπους στούς χαλεπούς καιρούς, πού διανύουμε. Πιστεύω, ὅπως πολλοί ἄλλοι πιστοί, ὅτι τό ὄνομα τοῦ π. Νικολάου θά μείνει μέ χρυσά γράμματα μέσα στήν νεώτερη ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως καί τοῦ Παπα Πλανᾶ, μέ τόν ὁποῖον τόσα πού τόσα κοινά εἶχε.
Ἀπό τήν Πάτρα ἡ κ. Μαρία Κ., δημόσιος ὑπάλληλος, ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Εἶχα πάει πρίν ἀπό τά Χριστούγεννα τοῦ 1999 στόν Ἅγιο Ἀνδρέα Πατρῶν σέ ἕναν γάμο. Ἄκουσα ὅτι ἀμέσως θα ἀκολουθοῦσε ὁ γάμος τῆς κόρης τοῦ π. Νικολάου Πέττα, τῆς Μαρίας. Μείναμε ἀρκετοί, γιά νά πάρουμε τήν εὐχή του, ἦταν ἐκεῖ καί ὁ π. Στέφανος Ἀναγνωστόπουλος ἀπό τήν Ἀμφιάλη Ἀττικῆς. Ὅταν ἦρθε ὁ π. Νικόλαος, τόν εἶδα γιά πρώτη φορά. Μοῦ λέει ἀπό μόνος του: «Ἔλα παιδάκι μου, ξέρω γιά σένα, μή στενοχωριέσαι, θά σοῦ διαβάσω εὐχές τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τά προβλήματά σου καί θά βοηθηθεῖς! Νά εἶσαι εὐλογημένη», καί ἄλλα πολλά, πού μέ στήριξαν πολύ. Αὐτό πού θυμᾶμαι ἔντονα, τό ὁποῖο σχολίασαν καί πολλοί ἄλλοι, πού ἦταν ἐκεῖ, εἶναι ὅτι τόν εἴδαμε λαμπερό καί πάνω ἀπό τήν γῆ. Πετοῦσε. Ἔλαμπε μέσα ἀπό τήν Ὡραία Πύλη κατά τό μυστήριο τοῦ Γάμου.
Προπαραμονή τῶν Θεοφανείων τηλεφώνησα στό σπίτι του, γιά νά πάω νά τόν συναντήσω, γιά νά μέ διαβάσει, ὅπως μοῦ εἶχε πεῖ. Τότε πληροφορήθηκα γιά τό μεγάλο χαμό του ἀπό τά θλιμμένα παιδιά του, γιατί μόλις εἶχε «πετάξει» γιά τόν Παράδεισο, πού τόσο ἐπιζητοῦσε. Λυπήθηκα πολύ καί ἔλεγα μέ παράπονο ὅτι δέν μέ εὐλόγησε προσωπικά, ὅπως μοῦ εἶχε ὑποσχεθεῖ. Τήν ἄλλη μέρα πού θά γινόταν ἡ κηδεία του, ἐνῶ δέ βλέπω ὄνειρα, ἦρθε ὁ π. Νικόλαος μέ λαμπερά λευκά ἄμφια ὅλος χαρά καί μακαριότητα. Μοῦ λέει: «Παιδί μου, ἦρθα νά σέ εὐλογήσω, δέν σέ ξέχασα. Καί νά ξέρεις ὅτι ζῶ, δέν πέθανα!». Καταλαβαίνετε τί χαρά καί ἀγαλλίαση πῆρα. Θά τό θυμᾶμαι γιά πάντα.
Τό σκήνωμά του εἶχε εὐκαμψία καί φυσιολογική θερμοκρασία. Ἦταν κέρινο καί λαμπερό καί σέ τραβοῦσε νά τό ἀσπάζεσαι συνέχεια. Τόν τίμησαν σάν ἄνθρωπο Τοῦ Θεοῦ καί δικό Του ἀπεσταλμένο. Γενικά ἦταν μεγάλος ἀγωνιστής καί ἀληθινός κληρικός, χωρίς νά ποθεῖ τά ὑλικά, ἀλλά μόνο τά πνευματικά. Πολύ εὐλογήθηκαν οἱ πατρινοί πού γεννήθηκε καί πέρασε ἀπό τήν πόλη τους ἕνα κομμάτι τοῦ Οὐρανοῦ, ὅπως ἦταν ὁ π. Νικόλαος. Ἐδῶ στόν Μοριά πιστεύουμε ὅτι εἶναι ἕνας νέος ἅγιος. Πρώτη φορά ἄκουσα γι’ αὐτόν ἀπό ἕναν κ. Παῦλο, πού μοῦ εἶπε χαρακτηριστικά γιά τόν π. Νικόλαο: «Ἔλα νά σέ γνωρίσω μέ τόν στάρετς τῆς Πάτρας, πού ἐνῶ εἶναι στήν Γῆ, πετᾶ στόν Οὐρανό», καί εἶχε πολύ δίκαιο. Γνωστοί μου ἀνθρώποι μοῦ παραπονιοῦνται, γιατί δέν τούς γνώρισα αὐτόν τόν ἅγιο ἱερέα, καί ἐγώ τούς λέω «νά τόν ἐπικαλεῖσθε καί σᾶς θά σᾶς ἀκούσει!».
Σέ ἕναν νέο ἀπό τήν Πάτρα, πού φοβόταν νά γίνει ἱερέας τοῦ εἶπε: «Θά γίνεις, παιδί μου, ἱερεύς τοῦ Ὑψίστου καί στά προβλήματα κάθε δοκιμαζομένου ἀπό τό ποίμνιό σου θά γονατίζεις ἔτσι ἀκριβῶς καί θά ὑψώνεις τά χέρια σου πρός τόν Φιλεύσπλαχνο Πατέρα, γιά νά δώσει τήν σωτήρια λύση». Καί τήν ἴδια στιγμή σέ κεντρικό δρόμο τῆς Πάτρας, στήν ὁδό Μαιζῶνος, γονάτισε στό πεζοδρόμιο καί τοῦ ἔδειξε πῶς πρέπει νά προσεύχεται. Σήμερα ὁ νέος αὐτός εἶναι ἀγωνιστής ἱερέας, ὁ π. Γεώργιος Β.).
Μέ τά ἄρρενα τέκνα του πήγαινε συχνά γιά προσκύνημα στό Ἅγιον Ὄρος. Σέ μία πεζῆ διαδρομή μετά τήν Μονή τοῦ Ἁγίου Παύλου πού ὁδηγοί πρός τίς Σκῆτες, ἄκουσαν ἀπό τά παράθυρα ψαλμωδίες οὐράνιες καί ἔβλεπαν μέσα στό παρεκκλήσιο φῶς. Καί ὅταν ὁ π. Νικόλαος τό εἶπε στούς Πατέρες πού ἦταν ἐκεῖ κοντά, ἄνοιξαν τό παρεκκλήσιο καί ὄντως βρῆκαν κατάλοιπα ἀπό τήν τελετή θείας Λειτουργίας, ὅπως κατακλαστό, ἀντίδωρα καί ζεστό θυμιατό. Τόσο τιμοῦσε τόν Ἄθωνα, εἶχε φέρει κορμούς ἀπό δένδρων ἐκεῖ, τά ἔκανε σταυρούς καί μπροστά τους προσευχόταν.
Τόση ἁπλότητα καί εὐθύτητα εἶχε στόν Θεό, πού μία Αὐγουστιάτικη μέρα ξεκίνησε μέ τούς οἰκείους του γιά νά πάει σέ ἕνα προσκύνημα. Εἶχε πολύ ἥλιο. Παρακάλεσε τόν Θεό νά τούς προστατεύει στό ταξίδι ἀπό τήν ζέστη. Καί ὄντως, κατά θαυμαστό τρόπο, ἕνα σύννεφο, πού τούς ἀκολουθοῦσε σέ ὅλη τήν διαδρομή κάλυπτε τόν καυτό ἥλιο, καί στό τέλος ὁ π. Νικόλαος δόξαζε εὐχαριστιακά τό Θεό.
Ὅταν κάποιος ἀδικοῦσε ἤ ἔκλεβε κάποιον πιό ἀδύναμό ἀπό αὐτόν, μέ τίς παραινέσεις τοῦ π. Νικολάου καταλάβαινε τήν ἀδικία του, συνετιζόταν καί ἐρχόταν σέ μετάνοια.
Μία φορά τοῦ τηλεφώνησαν οἱ Μοναχές Φιλοθέη καί Ματρώνα ἀπό τήν Μονή τοῦ Ὁσίου Παταπίου Λουτρακίου, γιατί εἶχε πάει ἕνα ζευγάρι μέ σοβαρό πρόβλημα ἐκεῖ καί ἤθελαν φθασμένο πνευματικό γιά νά τούς στηρίξει. Στή μοναχή Φιλοθέη πού μίλησαν γιά λίγο μαζῖ της, ὁ π. Νικόλαος, χωρίς νά ἔχει λεχθεῖ κάτι γιά τό ζευγάρι, τῆς εἶπε: «Δῶσε μου νά μιλήσω μέ τό ζευγάρι, πού εἶναι δίπλα σου καί στενοχωριέται γιά τό τάδε πρόβλημα. Θά προσευχηθῶ καί θά βρεθεῖ λύση». Καί μίλησε μέ τό ζευγάρι, στό ὁποῖο ἀποκάλυψε τίς πληροφορίες, πού εἶχε λάβει. Καί ὄντως λύθηκε τό πρόβλημα στά χρονικό πλαίσιο, πού τούς εἶχε πεῖ καί μέ τόν συγκεκριμένο τρόπο πού τούς σύστησε.
Στήν ἀείμνηστη ἐνορίτισσά του ἀπό τόν Ἅγιο Γεώργιο Ἰτεῶν Ἀντωνία Τζουγανάτου, εἶχε πεῖ πολλά προορατικά και, ὅπως ὁμολογοῦσε ἡ ἴδια, μετά τήν κοίμηση τοῦ Γέροντος Νικολάου, ὅλα ἐπαληθεύθηκαν. Πολλά ἀπό αὐτά σχετίζονται μέ τήν οἰκογένειά της καί τήν σχέσης της μέ τόν σύζυγο, τήν πεθερά της καί τούς συντρόφους τῶν παιδιῶν της. Ἡ ἴδια εὐγνωμονοῦσε τόν Πατέρα Νικόλαο, διότι μέ τίς συμβουλές καί τήν ἀδιάλειπτη προσευχή του πέρασε ὅλες τίς δυσκολίες. Ἀνέφερε ἡ Ἀντωνία ὅτι ἡ ἐνορία τους εἶχε ἕνα μεγάλο πρόβλημα, γιατί τήν χώριζε στά δυό ἕνας ποταμός. Στήν ἄλλη πλευρά τοῦ ποταμοῦ ἦταν μία γυναίκα, πού ἤθελε νά δώσει ἕνα κομμάτι ἀπό τά κτήματά της γιά νά γίνει ἡ νέα ἐνορία τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους, πού ἦταν καί ἐπιθυμία τοῦ π. Νικολάου. Ὅμως κάτι τήν ἐμπόδιζε νά δώσει γῆ γιά τήν ἐκκλησία. Τό εἶπε στόν π. Νικόλαο καί ἐκεῖνος τῆς εἶπε μέ εὐγένεια: «Δῶς το στόν ἅγιο Χαράλαμπο καί ἐκεῖνος δέν θά σέ ἀφήσει ἔτσι. Θά σοῦ κάνει τά χωράφια σου οἰκόπεδα καί θά ἀνταμειφθεῖς πολλαπλάσια». Δυστυχῶς δέν τόν ἄκουσε καί ἀργότερα, ὅταν ἤθελαν νά ἀνοίξουν μία λεωφόρο, τῆς ἀπαλλοτρίωσαν τά κτήματα μέ χαμηλό κόστος, ἐνῶ, ἐάν εἶχε γίνει ἡ ἐκκλησία, θά ἔπαιρναν χῶρο ἀπό ἄλλη μεριά καί θά εἶχε τά οἰκόπεδά της. Ἐπίσης τοῦ εἶχα δώσει σέ βαμβάκι μικρά τεμάχια λειψάνου τοῦ ὁσίου Παϊσίου (Παναγῆ) τοῦ Μπασιᾶ, γιά νά τά ἔχει μαζί του γιά εὐλογία, τά ὁποία προμηθεύθηκα ἀπό μία ἐξαδέλφη μου, πού ἦταν μοναχή στήν Μονή Κορωνάτου Κεφαλληνίας. Αὐτά τά ἱερά λείψανα, πού ἔφερε ἐπάνω του ὁ εὐλαβής π. Νικόλαος, μυρόβλυζαν καί τό βαμβάκι ἔγινε κίτρινο καί σκληρό σάν κερί. Αὐτό ὀφείλεται στό ὅτι συναντήθηκαν οἱ δυό τους καί στό ὅτι εἶχαν καί οἱ δυό Ὅσιοι τά ἴδια χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Μία μέρα εἶχε ἔρθει μέ τούς δικούς του, γιά νά τελέσει Ἱερά Παράκληση στό λείψανο τοῦ Ὁσίου Παϊσίου (Παναγῆ) τοῦ Μπασιᾶ, πού εἶχα στό σπίτι μου. Δυστυχῶς ὅμως, τήν φυλλάδα μέ τήν Παράκληση τήν εἶχα δανείσει σέ ἕναν ἱερέα, γιά νά τήν φωτοτυπήσει. Ὁ π. Νικόλαος τότε φόρεσε τό πετραχήλι του καί ἄρχισε νά ψάλλει πρός τιμήν τοῦ Ὁσίου δικά του τροπάρια!
Λίγο καιρό πρό τῆς ἐκδημίας του, ἀπέκτησε τό πρῶτο ἐγγόνι του, γιά τό ὁποῖο κάλεσε τόν γιό του Χρήστο τήν ὀγδόη μέρα, γιά νά τελέσει τήν ὀνοματοδοσία, δίνοντας τό ὄνομα τῆς ἀδικοχαμένης πρωτότοκης κόρης του Σοφίας. Τότε ἐξήγησε στό ζευγάρι ὅτι δέν θά προλάβει νά τό βαπτίσει ὁ ἴδιος.
Ἐπίσης στόν τότε ἱεροδιάκονο γιό του π. Νεκτάριο, στό τέλος τῶν λειτουργιῶν πού τελοῦσαν, ὅσο ζοῦσε, τοῦ ἔλεγε: «Παιδί μου, ἔλα νά ἀσπασθοῦμε «φίλημα ἅγιον» λέγοντες τήν φράσιν: «Ὁ Χριστός ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν καί ἦν καί ἔστι καί ἔσται, εἰς αἰῶνας αἰώνων», γιατί δέν θά προλάβουμε νά ἀσπασθοῦμε σάν συλλειτουργοί συνπρεσβύτεροι». Μία μέρα πρίν ἀναχωρήσει, κάλεσε τούς γιούς του καί τούς ἀποκάλυψε πολλά καί τούς ἔδωσε ὁδηγίες καί ὑποδείξεις γιά διάφορες ἐκκρεμότητες, πού ἔπρεπε νά κλείσουν μετά την κοίμησή του.
Δυστυχῶς κάποιοι, πού δέν μποροῦσαν νά κατανοήσουν τήν πνευματικότητά τοῦ ἀνδρός καί τό ὕψος αὐτῆς, πού ἔκρυβε ὁ εὐλαβέστατος ἱερέας, τόν παρεξηγοῦσαν καί τόν θεωροῦσαν σαλό. Ἄν δέν ὑπάρχει ἀνάλογος ἀγώνας καί καλλιέργεια τῆς ψυχῆς, εἶναι ἀδύνατο ἕνας ἀγωνιστής ἱερέας σέ μία μεγαλόπολη, ὅπως ἡ Πάτρα, νά γίνει κατανοητός. Ὁρισμένοι ἀπό ἄγνοια τόν πολεμοῦσαν καί τόν διέβαλλαν, κατηγορώντας τον κυρίως ὡς σαλό. Καί πράγματι γιά νά κρύβει τά μεγάλα δῶρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού τοῦ ἐμπιστεύθηκε πλούσια ὁ Θεός, ὅταν πιεζόταν νά ἀποκαλύψει πῶς γνώριζε αὐτά, πού ἀποκάλυπτε, ἔλεγε ὅτι εἶναι ὁ ἁμαρτωλότερος ὅλων.
Ὅμως, ἀντιμετώπιζε ἀνοίκεια συμπεριφορά ἀπό ὁρισμένους ρασοφόρους. Ὅλο αὐτό τό ἀρνητικό κλίμα μέ τούς συνάδελφους του, σέ συνδυασμό μέ τήν εὐαισθησία του, τόν στενοχώρησαν τόν ταλαιπωρημένο π. Νικόλαο, ἀλλά ἐκεῖνος προσευχόταν δυνατότερα. Ἡ προσευχή τοῦ ἔδινε δύναμη, ἐνῶ ἡ πίκρα τόν πονοῦσε, σάν τόν ὅσιο Μελέτιο, ἱδρυτή τῆς Μονῆς Ὑψενῆς τῆς Ρόδου, ὁ ὁποῖος τήν ὥρα πού τόν συκοφαντοῦσαν ἱερεῖς στήν Μητρόπολη, ἀπό ὑπερβολική στενοχώρια ἔφυγε ἀπό τήν ζωή. Ἐπειδή τά πράγματα μεταξύ τῶν συνεφημερίων ἔφθασαν στό ἀπροχώρητο, μέ τήν εὐχή τοῦ πνευματικοῦ του κατάθεσε αἴτηση νά ἀλλάξει ἐνορία. Ὅμως μετά τήν πρωτοχρονιάτικη πανηγυρική Λειτουργία τοῦ 2000, ἀφοῦ ἔμεινε μέχρι ἀργά τό μεσημέρι στό Ἱερό βῆμα μόνος του, τόν ἐπισκέφθηκε πλησίον τῆς Προσκομιδῆς ὁ ἑορτάζων Μέγας Βασίλειος καί τοῦ εἶπε ἀρκετά, ἀπό τά ὁποῖα τοῦ ξέφυγαν ὅτι: «Γνωρίζουμε ἄνωθεν τήν πίκρα σου καί τούς ἄδικους διωγμούς, πού σοῦ κάνουν, ο οὐρανός δέν ἀντέχει ἄλλο αὐτόν κατατρεγμό. Δέν θά μπορέσουν νά σοῦ σκαρώσουν περισσότερα, καί δέν θά προλάβεις νά φύγεις ἀπό τό θυσιαστήριό μου καί νά πᾶς σέ ἄλλο. Σέ αὐτό τό δικό μου θά μαρτυρήσεις καί θά ἁγιάσεις. Σέ τρεῖς ἡμέρες, εὐλαβέστατε καί πολυάθλε π. Νικόλαε θά ἔρθω νά ταξιδεύσουμε μαζί ἐνώπιον τοῦ Οὐρανίου Θυσιαστήριου, ὅπου θά συνεχίσεις ἀπρόσκοπτα τήν Θεία Λατρεία κ.τ.λ.». Ὅταν ἐπέστρεψε στήν οἰκογένειά του μέ πολύ δυσκολία καί ταπείνωση διηγήθηκε τά ἀποκαλυφθέντα. Τίς ἑπόμενες ἡμέρες λειτουργοῦσε, σάν νά ἦταν οἱ τελευταῖες ἐπίγειες στιγμές του. Στίς 5 τό πρωί τῆς 4 Ἰανουαρίου, τῆς σύναξης τῶν Ἑβδομήκοντα Ἀποστόλων, ὁ γιός του, ὁ π. Νεκτάριος, ἔβλεπε ἕνα ὅραμα, ὅτι ὁ Χριστός μέ τήν Θεοτόκο ἵπταντο, μαζί μέ τόν πατέρα του καί ἄγγελοι δοξολογοῦσαν, σάν νά ἀκουγόταν μία ἐπουράνια ὄπερα. Σπεύδει ἀμέσως στό χῶρο του, στόν ὁποῖο ἔμενε μόνος του καί ἦταν διαμορφωμένος σάν κελλί μοναχοῦ, καί τόν βρίσκει γονατισμένο νά προσεύχεται. Τά γαλανά μάτια του ἦταν καρφωμένα στήν Θαυματουργή εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Παραμυθίας, πού τοῦ εἶχαν δωρίσει ἀπό τήν Μονή Βατοπαιδίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀλλά μέσα ἀπό τούς δύο ὀφθαλμούς ἐξέρχονταν δύο λευκές στῆλες, πού ἑνώνονταν μέ τήν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Στό δωμάτιο ἦλθε καί ἡ εὐλαβέστατη πρεσβυτέρα του, καθώς καί τά παιδιά του, ἀλλά ὅσο καί ἄν τοῦ μιλοῦσαν καί τόν ἐσκούνταγαν, ἐκεῖνος δέν ἀνταποκρινόταν παρά μόνο προσευχόταν. Μετά ἀπό μιάμιση ὥρα τό δωμάτιο λούσθηκε μέ ἄπλετο οὐράνιο φῶς καί σέ μία κατάσταση σάν νά ἔγινε ὅλος ὁ χῶρος χωρίς χρόνο καί βαρύτητα, ὅλα αἰωροῦνταν καί ὅλα ἦταν στήν μακαριότητα. Τότε μέ ἠρεμία παρέδωσε τήν ἁγία ψυχή του. Ἡ πρεσβυτέρα τοῦ ἔκλεισε μέ ἔντονο πόνο τά βλέφαρά του. Ἔμεινε γονατιστός γιά ἀρκετή ὥρα ἀκόμη, ὥσπου τά παιδιά του κάλεσαν τό ΕΚΑΒ, γιά νά δοῦν τί ἔχει γίνει. Μετά ἀπό λίγο τηλεφωνοῦν τά παιδιά του, πού εἶχαν πάει κοντά μέ τό ἀσθενοφόρο, ὅτι ὁ ἀγωνιστής καί δίκαιος πατέρας τους κοιμήθηκε ἀπό ὀξύ πνευμονικό οἴδημα, ἐνῶ δέν εἶχε πότε πρόβλημα στήν καρδιά. Στό νοσοκομεῖο «Ἅγιος Ἀνδρέας», παρά τίς ἀντιρρήσεις τῶν οἰκείων του, τοῦ ἔκαναν νεκροψία και, ἀφοῦ τόν ἔβαλαν σέ ψυγεῖο, κάλεσαν νά τόν ντύσουν. Τήν ἑπόμενη μέρα τό πρωί ὁ κληρικός γιός του, λόγω τοῦ ἦταν ἀκόμη διάκονος, κάλεσε ἕναν ἱερέα, σύμφωνα μέ τά εἰωθότα, γιά νά πᾶνε μέ τήν στολή νά ντύσουν τό λείψανο. Ὅλη τήν ὥρα τῆς ἔνδυσης τό σκήνωμα ἦταν φωτεινό καί ζεστό καί βοηθοῦσε στό νά τόν ἐνδύσουν μέ τήν στολή τῆς χειροτονίας του, ἐνῶ ἔκυπτε τό κεφάλι του, γιά νά τοῦ φορέσουν τό ἐπιταχήλι. Στό τέλος ὁ κληρικός ὁμολόγησε ὅτι σέ ὅλη τήν ὥρα, τῆς προετοιμασίας τοῦ σκηνώματος, καθώς καί τῆς ἔνδυσης εἶχε τήν πεποίθηση ὅτι ἔντυνε ἱερό Λείψανο Ἁγίου ἀνδρός.
Τό ἀπόγευμα ἔφεραν τό σκήνωμα στό Ναό τοῦ Ἁγίου Βασιλείου Ζαρουχλεΐκων, ὅπου πλῆθος κλήρου καί λαοῦ ἄρχισε νά συρρέει, γιά νά προσκυνήσει τό ἡγιασμένο ἱερέα του. Τό βράδυ οἱ οἰκεῖοι του καί τά πνευματικά του παιδιά τόν ξενύχτησαν διαβάζοντας τό ἱερό Εὐαγγέλιο, γιατί οἱ ἱερεῖς ἀποχώρησαν κουρασμένοι, καί κανείς δέν προσφέρθηκε νά τελέσει ἀγρυπνία ἤ νά παραμείνει, γιά νά διαβάσει τό ἱερό Εὐαγγέλιο, σύμφωνα μέ τό τυπικό. Μόνο ὁ π. Ἀπόστολος Ζ. ἔμεινε γιά ἀρκετή ὥρα διαβάζοντας τό Εὐαγγέλιο. Τό πρωί τῆς παραμονής τῶν Θεοφανίων, ἀφοῦ τελέσθηκε ἡ θεία Λειτουργία καί ὁ Ἁγιασμός τῶν Ὑδάτων, ἀκολούθησε ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία μέ πλῆθος λαοῦ ἀπό πολλά σημεῖα τῆς δυτικῆς Ἑλλάδας.
Κατά τήν ἐξόδιο ἀκολουθία του σήκωσε τό δεξί του χέρι, κατά μαρτυρία πολλῶν, γιά νά τό ἀσπασθοῦν οἱ δικοί του. Στούς ἀνθρώπους, πού τόν τίμησαν, ὁ Θεός ἔδωσε πολλές εὐλογίες. Σέ πολλούς ἀνθρώπους ἐμφανίζεται μετά τήν κοίμησή του καί βλέπουν νά ἐξέρχεται τόν σκήνωμα μέσα ἀπό τό τάφο καί νά εἶναι ὅλος λουσμένος στό φῶς καί νά εὐλογεῖ.
Μία ἑβδομάδα, πρίν κοιμηθεῖ, σέ ἕνα μοναχοπαίδι ἀπό τήν Ἀθήνα, τόν Ἡλία Χ. Κ., τοῦ εἶπε ὅτι: «Θά ἀφιερωθεῖς στόν Χριστό καί θά ἐγκαταβιώσεις στήν Ἀθωνική πολιτεία» -ὅπως καί ἔγινε. Ἐπίσης τοῦ ἀποκάλυψε διάφορες δοκιμασίες, πού θά περνοῦσε, καθώς καί ὅλη τήν πορεία τῆς ζωῆς του. Ἕνα-ἕνα ἐπιβεβαιώνονται μέ τόν καιρό.
Ὅταν ζοῦσε, στούς ἱερεῖς πού συναντοῦσε, τούς ἀσπάζονταν τά χέρια, ἀνεξάρτητα ἄν ἦταν νεώτεροι ἤ ὄχι και, ὅταν τόν ρωτούσαμε: «Γιατί τό κάνεις αὐτό ἀκόμη καί σέ νεαρούς πατέρες;», ἐκεῖνος ἀπαντοῦσε μέ ἀγάπη: «Οἱ πατέρες αὐτοί θά μέ κηδεύσουν». Ὁ Μητροπολίτης Νικόδημος εἶπε στόν ἐπικήδειο του μεταξύ ἄλλων ὅτι: «Ἀπό τήν μία ὁ κεκοιμημένος ἱερέας, πού τόν εἶχαν ὁρισμένοι ἀπό τούς ἱερεῖς παρεξηγημένο, ἀπό τήν ἄλλη ὅμως ἡ τιμή καί ἡ ἀγάπη τῶν πιστῶν, πού κατέφθασαν ἀπό διάφορα σημεῖα μᾶς ἔχει ἀφήσει ἄφωνους. Καί περισσότερο ἄφωνοι μένουμε γιά τά θαυμαστά καί μοναδικά, πού ἔζησαν ὅλοι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ἀπό τόν ἱερέα».
Μετά τήν κοίμηση τοῦ π. Νικολάου, τήν κόρη του Μαρία, τῆς ὁποίας τόν γάμο εὐλόγησε λίγες μέρες πρίν κοιμηθεῖ, τήν βοήθησε καταλυτικά μέ τό να τῆς ἐμφανίζεται παρών νά τῆς κρατᾶ τό χέρι κατά τήν ὥρα τῆς καισαρικῆς πού γεννοῦσε τίς δυό κόρες της, Δήμητρα-Σοφία καί Εὐδοκία. Εἰδικά ἡ τελευταία, πού γεννήθηκε πρόωρα καί προσβλήθηκε ἀπό ἐνδονοσοκομειακή λοίμωξη στούς πνεύμονες καί γιά ἀρκετό διάστημα ἦταν στήν θερμοκοιτίδα καί οἱ πιθανότητες νά γιατρευτεῖ, σύμφωνα μέ τούς γιατρούς, ἦταν μικρές, μέ τίς ἱκεσίες τοῦ ἱερέως παπποῦ της εἶναι καλά.
Ἡ σεβαστή πρεσβυτέρα του Ἀνθούλα, μέ τήν ὁποία εἶχε αὐστηρή ζωή ἐν Χριστῷ καί ὁ ἕνας εἶχε μεγάλο σεβασμό γιά τόν ἄλλο, λόγω τοῦ ὅτι ἦταν φιλάσθενη καί παράλυτη τῆς παρουσιαζόταν καί τήν στήριζε. Τήν ἴδια στήριξει παρέχει καί στόν γιό του, τόν κληρικό, καί στά ἄλλα παιδιά του.
[1] Περισσότερα βιογραφικά γιά τόν π. Νικόλαο Πέττα βλ. ἐνδεικτικά στό Περιοδικό «Πολύτεκνη Ἑλληνορθόδοξη οἰκογένεια», τριμηνιαῖο δημοσιογραφικό ὄργανο τῆς Π.Ε.ΦΙ.Π., 33/1987 & 121/2009, καθώς καί στό πόνημα: «ΝΕΑΙ ΗΓΙΑΣΜΕΝAI ΜΟΡΦAI ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΜΠΕΛΩΝΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ: Ὁ πατήρ Νικόλαος Πέττας (1941- 4.1.2000) καί ἡ Πρεσβυτέρα τοῦ Ἀνθή (1943-21.11.2012)» ποῦ ἐπιμελήθηκε ὁ Πρωτεπιστάτης τοῦ Ἁγίου Ὅρους, Γέροντας Μάξιμος ὁ Ἰβηρίτης.
π. Νικόλαος Πέττας: 2η Σειρά ἀπό Μαρτυρίες
Ἐπιλογή ὑλικοῦ καί εἰσαγωγή ἀφιερώματος: τοῦ ὑπεύθυνου τῆς ἱστοσελίδας κ. Φωτίου Ἀρ. Δημητρακοπούλου, καθηγητοῦ Βυζαντινῆς Φιλολογίας στό Τμῆμα Φιλολογίας τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.
Στήν δασκάλα καί κατηχήτρια τῆς ἐνορίας τοῦ Ἁγίου Βασιλείου Ζαρουχλεΐκων, τήν κ. Δήμητρα Χ. Κ., ἡ ὁποία εἶναι ἀφιερωμένη στόν Χριστό, συχνά τῆς ἐμφανίζεται μετά τήν κοίμησή του, τήν στηρίζει πνευματικά καί τήν συμβουλεύει γιά τό πῶς θά βρεῖ σωτηρία. Ἡ ἴδια ἔχει καταγράψει τά κατωτέρω: «Ἀπό αὐτά, πού ἔχουν δημοσιευτεῖ μέχρι σήμερα, ἀλλά καί ἀπό μαρτυρίες, κληρικῶν, μοναχῶν καί λαϊκῶν, πού ἔχουν ἐκφρασθεῖ γιά τόν πατέρα Νικόλαο καταγράφεται πρός δόξα Θεοῦ ἕνα σύντομο βιογραφικό.
Ὁ εὐλαβής π. Νικόλαος Πέττας, ἤ ὁ παπα-Πέττας, ὅπως εἶναι γνωστός στή Ἀχαΐα, γεννήθηκε στίς 27 Μαΐου τοῦ 1941 στήν Πάτρα καί κοιμήθηκε στήν ἀλλαγή τῆς χιλιετηρίδας τῆς 4-1-2000. Καταγόταν ἀπό ἐπιφανεῖς γονεῖς Ἑπτανησίους καί εἶχε λιπαρά μόρφωση, πού συνδύαζε τίς θεωρητικές μέ τίς θετικές ἐπιστῆμες.
Ἦταν τό μικρότερο τέκνο ἀπό τά τέσσερα ἀδέλφια του. Οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Ἀνδρέας Πέττας ἐκ Ζακύνθου καί ἡ μητέρα του Σοφία Τζάκη ἐκ Κεφαλληνίας. Ἡ οἰκογένειά του ὁμολογοῦσε ὅτι ἀπό μικρός ἦταν «σκεῦος ἐκλογῆς» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί ἡ μητέρα του ἔλεγε ὅτι, ὡς βρέφος, κοιμόταν καί δέν θήλαζε Τετάρτη καί Παρασκευή (ἡμέρες νηστείας), πράγμα πού ἀναφέρει ἡ παράδοση καί γιά ἄλλους ἁγίους (ὅπως τούς συνωνύμούς του ἅγ. Νικόλαο, ἐπίσκοπο Μύρων καί ἅγ. Νικόλαο Πλανᾶ). Ἐπίσης ἀπό μικρός ἐμφάνισε ἐντυπωσιακές ἔμφυτες ἀρετές καί εἶχε τήν ἰδιαίτερη προστασία τῆς Παναγίας μας.
Ἀφοῦ ὑπηρέτησε τήν πατρίδα γιά δύο ἔτη ἀπό τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1965 ὡς τό 1967, κατόπιν διορίσθηκε ὡς καθηγητής σέ ἀνώτερες τεχνικές Σχολές. Ἦταν ἔγγαμος μέ τήν πρεσβυτέρα Ἀνθούλα Κατριμπούζα ἤ γερόντισσα Ἀγάθη, ὅπως τήν ἔλεγε χαριτολογώντας, καί πατέρας 12 τέκνων, ἕξι ἀγοριῶν καί ἕξι κοριτσιῶν. Καί οἱ δύο γονεῖς ἦταν πνευματικά τέκνα τοῦ ὁσιωθέντος γέροντος Γερβασίου Παρασκευοπούλου, πνευματικοῦ φάρου τῶν Πατρῶν.
Ἡ ἀγάπη ἡ ἀθωότητα, ἡ πραότητα καί ἡ ταπεινότητά του ἔφταναν στό ἀπροχώρητο μέχρι παρεξηγήσεως. Πολλές φορές ἔπεφτε θύμα ἐκμεταλλευτῶν, πού τόν πλησίαζαν προσποιούμενοι τούς εὐσεβεῖς καί τοῦ ἔπαιρναν ἀκόμη καί τά λεφτά ἀπ’ τήν τσέπη. Ὅταν ὁ ἐγωισμός τῶν ἀνθρώπων τόν ταπείνωνε ἕως ἐσχάτων γιά τήν ἁπλότητα καί τήν ἄδολη σκέψη του, ἔκλαιγε στό ταμεῖο του σάν παιδί (ἀλλά ἡ ψυχή του ἦταν παιδική), ποτέ ὅμως δέν τόν εἶδαν νά θυμώνει ἤ νά μαλώνει μέ κανέναν ἤ νά ἀμύνεται γιά τό δίκιο του. Γενικότερα ἡ ψυχή του ἀπό παιδί ἀνέπνεε τό Χριστό καί τήν Παναγία μέ τήν ἁπλοϊκή ἀγάπη τῶν ταπεινῶν, πού αἰσθάνονται τά ἱερά πρόσωπα τῆς πίστης ὡς φίλους καί συγγενεῖς τους, ἐμβαθύνοντας στό μυστήριο τῆς πανανθρώπινης ἀγάπης ἁπλά καί συγκλονιστικά, μέ τήν ἀνυπόκριτη εὐθύτητα καί τήν εἰλικρίνεια ἑνός παιδιοῦ, πού προκαλεῖ τό σεβασμό, ἀλλά καί τρομάζει, γιατί ἀφαιρεῖ τά προσωπεῖα τῆς ἀτσαλάκωτης και, καθώς πρέπει, «ἐντιμότητάς μας» καί τῆς καλῆς μας ὑπόληψης, πού νομίζει ὅτι ζεῖ ἐνάρετα, χωρίς νά ρίχνεται στό ἡφαίστειο τῆς ἀγάπης. Εἶναι οἱ ἀγωνιστές πού ζοῦν τά διδάγματα τοῦ χριστιανισμοῦ, χωρίς νά διυλίζουν τόν κώνωπα μέ τή βοήθεια τῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας, σπουδή πού τήν κατεῖχε ὡς πτυχιοῦχος αὐτῆς. Καί γιά τόν παπα-Πέττα ἴσχυε ὁ πρῶτος μακαρισμός. Ἄν καί πολύ μορφωμένος, δέν τό ἔδειχνε, μέ ἀποτέλεσμα οἱ συνάνθρωποί του, μέ τά ἀνθρώπινα μέτρα ἔλεγαν ἀρχικά ἦταν ἕνας πτωχός τῷ πνεύματι, πού ἡ ψυχή του ἦταν ἕνας παράδεισος ἀγάπης. Ὡστόσο, μέ τόν καιρό, καταλάβαιναν τήν σοφία καί τό κρυμμένο μεγάλο μέγεθος τῆς πνευματικότητάς του.
Ἐπί μία καί πλέον εἰκοσαετία (1979-2000) λειτουργοῦσε συχνά. Τοῦ ἑτοίμαζα πρόσφορα γιά τήν Θεία Λατρεία μέ προζύμι καί χαιρόταν. Μάλιστα κοιτοῦσε τά πρόσφορα, πού ἔφερναν στό Ναό καί ἔλεγε χαρακτηριστικά: «Ἀπό τήν ὡραιότητα καί τήν ἐπιμέλεια ἑνός προσφόρου καταλαβαίνεις μέ τί πίστη τό κατασκεύασε ἡ νοικοκυρά».
Ὅταν λειτουργοῦσε τίς περισσότερες φορές ἀντίκριζε παρόντα καί τόν ἴδιο Τόν Χριστό∙ ἔνιωθε ἔτσι ὅτι τόν ἐπισκέπτεται ὁ Δημιουργός του γιά νά τόν στηρίξει καί νά τόν παρηγορήσει. Ἀκόμη συχνά εἶχε καί Παναγιοφάνειες καί Ἁγιοφάνειες, συναναστρεφόταν δηλαδή μέ τούς φίλους του, τούς ἁγίους, πού χαίρονται μέ τήν παρουσία τῶν ἀνθρώπων στό σπίτι τους. Ἡ νοερά προσευχή ἦταν ἡ πνευματική τροφή του, ἡ ὁποία «λεύκαινε τήν ψυχή του» καί τόν ἔκανε ὄχι μόνο διορατικό, ἀλλά καί ἰσχυρά προορατικό καί θαυματουργό: θεράπευσε ἀσθενεῖς, πού κατέφευγαν σ’ αὐτόν.
Στή βασανισμένη καί περιπετειώδη ζωή του, πού εἶχε πολλά φορτία, ὡς κληρικός, ὑπερπολύτεκνος πατέρας καί ὡς ἐκπαιδευτικός, διακρίθηκε γιά τήν πανανθρώπινη ἀγάπη του, τήν ὑπομονή, τήν ἐμπιστοσύνη στό θέλημα τοῦ Θεοῦ (ὅπως στήν περίπτωση τῆς ἀδικοχαμένης πρωτότοκης κόρης του Σοφίας, πού σκοτώθηκε ἄδικα σέ τροχαῖο την ἡμέρα τῆς ἑορτῆς της τό 1992, γεγονός πού τό προεῖδε στήν Προσκομιδή καί παρ’ ὅλα αὐτά εἶχε τήν δύναμη νά τελέσει ὁ ἴδιος τήν ἐξόδιο ἀκολουθία, ἀλλά καί νά συγχωρέσει τούς ὑπαιτίους τοῦ τροχαίου ἀτυχήματος), καί τήν ταπείνωση, ἀφοῦ ποτέ δέν θεώρησε ὅτι ὁ ἴδιος εἶχε κάποια σπάνια χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλά ὁ Θεός («Μήπως ὁ παπα-Νικόλαος εἶναι τίποτα; Ὁ ἁμαρτωλότερος εἶμαι! Ὁ Θεός κάνει τά θαύματά του μέ τήν Χάρη του καί βοηθάει», ὅπως χαρακτηριστικά ἔλεγε). Γιά τίς ἀρετές καί τήν ἁγιότητά του ὁ ἴδιος σιωποῦσε καί θόλωνε νά νερά, ἀλλά στά μάτια τοῦ πιστοῦ λαοῦ καί οἱ πέτρες φώναζαν! Πνευματικός πατέρας καί σύμβουλος πλήθους ἀνθρώπων, ἀλλά ἀθῶος σάν παιδί, ποτέ δέν ἐκμεταλλεύθηκε τήν ἐπιρροή του οὔτε ἔλαβε ἀμοιβή γιά τήν προσφορά του, ἐνῶ ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι διακόνησε σέ ταπεινές ἐργατοενορίες τῶν προαστίων τῆς Πάτρας, χωρίς νά ποθεῖ τούς μεγαλοπρεπεῖς Ναούς τῆς πόλεως, ἀποδεικνύοντας ὅτι ἡ ἁγιότητα φωλιάζει στήν καρδιά τοῦ κάθε ἀγωνιζομένου, σέ ὅποια θέση κι ἄν βρίσκεται. Ἦταν ἁπλός καί νηφάλιος καί συνιστοῦσε στούς ἀνθρώπους νά μετανοοῦν καί νά μεταλαβαίνουν.
Ἀπό ἀγάπη στόν Θεό νήστευε ὅλες τίς σαρακοστές καί ἀπό ἀγάπη στούς ἀνθρώπους προσευχόταν ἀτελείωτα (ὅταν κάποιος τοῦ ἔλεγε ὅτι ἔχει πρόβλημα, προσευχόταν γι’ αὐτόν ὅλη τή νύχτα), ἐπισκεπτόταν τίς πονεμένες ἐργατοοικογένειες τοῦ ποιμνίου του, γιά νά τούς νουθετήσει καί ἐλεοῦσε τούς φτωχούς ἀπό τό ὑστέρημά του (ὡς ἐφημέριος ἔπαιρνε ἐλάχιστο μισθό ἀπό τό κράτος), καί ἔβρισκε ὁ ἴδιος τους ἀνθρώπους, πού τόν εἶχαν ἀνάγκη καί τούς καλοῦσε κοντά του. Στίς λειτουργίες μνημόνευε χιλιάδες ὀνόματα ζώντων καί νεκρῶν, πού τοῦ εἶχαν δώσει οἱ χριστιανοί. Κατέγραφε τά ὀνόματα σέ τετράδια (χωριστά τά ὀνόματα ζωντανῶν καί νεκρῶν) καί τά μετέφερε, ὅπου πήγαινε. «Τί κουβαλᾶς στόν κόρφο σου παπα-Πέττα;» τόν πείραζαν. «Αὐτά πού μου ἀνάθεσε ὁ Οὐράνιος Πατέρας!» ἀπαντοῦσε. Ἔτσι μνημόνευε ἐπί ὧρες καί, ὅταν μνημόνευε ἁγίους, κατά τή διάρκεια τῆς λειτουργίας, καλοῦσε τά ὀνόματα ἀμέτρητων ἁγίων, γιά νά τούς τιμήσει, σέ σημεῖο πού οἱ ἱεροψάλτες παραπονιοῦνταν: «Τελείωνε, παπα-Νικόλα! Πές «Καί πάντων τῶν ἁγίων» ἤ «Τό ἐξαιρέτως τῆς Παναγίας»!». Δέν ὀργιζόταν ποτέ, ἀλλά ἀπαντοῦσε: «Ψαλῶ τῷ Θεῷ μου ἕως ὑπάρχω» (=θά ψάλλω γιά τό Θεό μου ὅσο ζῶ). Ἐπίσης, ὅταν τόν καλοῦσαν σέ κάποιο σπίτι, γιά νά τελέσει κάποια ἀκολουθία παρατηροῦσε τό θυμιατό καί ἀνάλογα, ἄν ἦταν γυαλισμένο καί καθαρό ἤ ὄχι, καταλάβαινε τήν πνευματικότητα τῆς οἰκοδέσποινας.
Ἡ ἄκρα ταπείνωση, ἡ Ἰώβειος ὑπομονή καί ἡ ἁπλότητά του, εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα νά τόν κατατάξει ὁ Χριστός στήν χορεία τῶν ἀνθρώπων, πού ἡ σχέση τους μέ τόν Θεό ἔχει ἕνα ἰδιαίτερο χαρακτηριστικό: σέ ὄνειρα ἤ ὁράματα φαίνεται ὅτι ὁ οὐρανός τούς ἀποκαλύπτει καί τούς ἐμπιστεύεται ἱερούς θησαυρούς, μέ τήν ἀποστολή νά τούς διαφυλάξουν, ἀλλά καί νά τούς ἀναδείξουν τήν στιγμή πού πρέπει. Ἡ ἁγιότητά του ἦταν καλά κρυμμένη καί οἱ ἄνθρωποι, πού τήν ἀντιλαμβάνονταν, τόν ἀγαποῦσαν καί τόν σέβονταν, ἐπειδή διέκριναν ὅτι εἶχε καθαρή καί φωτεινή καρδιά, γεμάτη ἀγάπη –καί γι’ αὐτό εἶχε καταστεῖ «σκεῦος ἐκλογῆς».
Ἔτσι, κατά τίς μαρτυρίες πολλῶν ἀνθρώπων, ἀξιώθηκε νά τόν συνεπαίρνει ἡ Θεία Χάρις καί νά τοῦ ἀποκαλύπτει πολλά οὐράνια σημεῖα καί νά τελεῖ θαύματα σέ ἀσθενεῖς. Ἐπίσης συναναστρεφόταν ἀγγέλους καί ἁγίους, εἶχε ἐπικοινωνία ἀκόμη καί μέ ζῶα, ἐνῶ πολλές φορές τά παιδιά καί ἀγωνιστές ἄνθρωποι τόν ἔβλεπαν νά περπατᾶ χωρίς νά πατάει τό χῶμα καί νά ἀκτινοβολεῖ κατά τή διάρκεια τῆς λειτουργίας, σημάδι τοῦ πνευματικοῦ του ἀναστήματος. Κοιμήθηκε ὁσιακότατα μέσα σέ ἄπλετο Φῶς ἐν ὥρᾳ προσευχῆς στό σπίτι του τήν προπαραμονή τῶν Θεοφανείων τοῦ 2000, γεγονός πού τοῦ τό προεῖπε ὁ Μέγας Βασίλειος στήν ἑορτή του τήν Πρωτοχρονιά. Τό ἥρεμο σκήνωμά του ἦταν μακάριο καί φωτεινό, λουσμένο σέ ὀπτασία θεϊκοῦ φωτός (ἄν καί κοιμήθηκε ἀπό πνευμονικό οἴδημα). Σέ κάθε προσερχόμενο, πού πήγαινε νά τόν ἀσπασθεῖ, τόν εὐλογοῦσε μέ τήν δεξιά του, γεγονός πού τό ὁμολογοῦν πόλλοί πιστοί. Ἡ ἁγιότητά του ἔγινε ἀντιληπτή τόσο ἀπό τήν ἀνεξήγητη εὐφορία καί ἀγαλλίαση πού διακατεῖχε πολλούς ἀπό τό πλῆθος, πού παρευρέθηκε στήν κηδεία του. Αὐτό σχολίασε στόν ἐπικήδειο λόγο του ὁ Μητροπολίτης Νικόδημος, ὅσο καί ἀπό τήν εὐκαμψία καί θερμοκρασία τοῦ σώματός του μία μέρα μετά τήν ὁσιακή κοίμησή του).
Ὁ τάφος του βρίσκεται στήν Παναγία Ἀλεξιώτισσα τῶν Πατρῶν, ἐνῶ συχνά μετά τήν θαυμαστή κοίμησή του ἐμφανίζεται σέ πιστούς νά ἐξέρχεται ἐκ τοῦ Μνήματος ὁλόκληρος λουσμένος στήν θεία Χάρη. Ἐπίσης πολλά περιστέρια συγκεντρώνονται ἐκεῖ σάν νά τοῦ κάνουν παρέα.
Ἤδη ἔχουν γίνει ὁρισμένα ἀφιερώματα πρός τιμήν του, ὅπου ἀναφέρονται τά θαυμαστά γεγονότα, πού λάμβανε ἀπό τόν Θεό ὡς σημεῖα, οἱ προφητεῖες του, ἡ διδασκαλία του, ἡ γνώση του τόπων, ὅπου δέν εἶχε πάει ποτέ παρά μόνο μέ τήν ψυχή του, ἡ εὐωδία, οἱ ὀπτασίες καί γενικά ἡ συγκλονιστική ζωή του, πού εἶναι ἀκόμη νωπή στή μνήμη πλήθους Μοραϊτῶν, καί ὄχι μόνο, οἱ ὁποῖοι τόν τιμοῦν ὡς ἀναμφισβήτητο ἅγιο στή συνείδησή τους. Ἀσκήτεψε κοντά στό σπίτι του σ’ ἕνα γιαπί πού τό εἶχε διαμορφώσει καί εἶχε κατασκεύασει ἐπάνω ἀπό αὐτό μέ τά χέρια του προσευχητάρι τῆς Ἁγίας Σοφίας. Ἀπό τούς ντόπιους ὀνομάζεται «ἅγιος Γέροντας».
Ἡ κ. Μαρία Μ. ἀπό τό Λόγγο τοῦ Αἰγίου καταθέτει τά ἑξῆς θαυμαστά γεγονότα γιά τόν π. Νικόλαο: «Μία φορά, ὅταν εἶχε ἔλθει ὁ Γέροντας Νικόλαος στό σπίτι μου μέ τούς οἰκείους του, φωνάζει ἡ καλή πρεσβυτέρα του Ἀνθή μέ τά παιδιά του: «Κυρά-Μαρία», ἐνῶ ὁ Γέροντας εἶχε μείνει πίσω. Ἐγώ ἤμουν σέ ἕνα ἄλλο διαμέρισμα καί δέν ἔβρισκα τά κλειδιά τοῦ σπιτιοῦ μου. Πάω στήν γειτόνισσα καί τήν ρωτάω ἄν εἶδε τά κλειδιά μου. Ἐκείνη μοῦ ἀπαντᾶ ὅτι δέν κρατοῦσα τίποτα στά χέρια μου, ὅταν πῆγα ἐκεῖ. Ὥσπου νά τό συζητήσουν, χωρίς νά ἔχω βρεῖ τά κλειδιά μου, φθάνει καί ὁ π. Νικόλαος, καί τοῦ λέω: «Γέροντα δέν βρίσκω τά κλειδιά, τί νά κάνω τώρα;», καί μοῦ ἀπαντᾶ ἐκεῖνος: «Ἄχ Μαρία παιδί μου, μήν στενοχωριέσαι, θά προσευχηθοῦμε στόν Ἅγιο Φανούριο, ὥστε νά μᾶς τά φανερώση». Ἔξω ἀπό τήν πόρτα μου εἶχα μία πλαστική ραφιέρα γιά τά φροῦτα, καί στό πάνω ράφι εἶχα τά παπούτσια μου. Μοῦ εἶπε τότε ὁ π. Νικόλαος: «Εἶπε ὁ Ἅγιος Φανούριος εἶναι κάτω ἀπό τά παπούτσια σου τά κλειδιά πού ψάχνεις!». Καί ὄντως ἐκεῖ ἦταν καί ἐθαύμασαν ὅλοι τό χάρισμά του.
Ἐπίσης μου εἶχε πεῖ κάποτε: «Παιδί μου, Μαρία, θά εἶσαι μοναχή σου, καί ἄς ἔχεις σύζυγο», καί ὄντως, ἄν καί ζῶ μέ τόν σύζυγό μου, μόνη μου εἶμαι στό σπίτι μου καί μόνη τρώγω κτλ…
Ἄλλη φορά μου εἶχε ἐμπιστευθεῖ ὅτι, ὅταν λειτουργοῦσε, τοῦ ἐμφανίζονταν διάφοροι Ἅγιοι, ὅπως οἱ Ἅγιοι Βασίλειος, Νικόλαος, Βλάσιος Ἀκαρνᾶς, Γεώργιος, Δημήτριος, Σάββας, Ξενοφώντας, Εὐστάθιος, Εὐτύχιος, Τρύφωνας, καθώς καί οἱ Ἁγίες Φωτεινή, Παρασκευή καί Αἰκατερίνη.
Ἄλλη φορά εἶχα πάει ἀπό τό Λόγγο στό ἀσκητήριο-κελλί στήν Πάτρα, ἀπέναντι ἀπό τήν οἰκία τοῦ π. Νικολάου, καί μοῦ λέει ξαφνικά μετά ἀπό προσευχή: «Πήγαινε στό μπαλκόνι, πού εἶναι ὁ γιός μου ὁ Νεκτάριος καί πές του νά φύγει ἀπό ἐκεῖ καί νά ἔρθει ἐδῶ, γιατί εἶναι ὁ σατανᾶς καί θέλει νά τόν ρίξει κάτω». Πράγματι ἔξω ἦταν ὁ γιός του καί ἀγνάντευε τήν θάλασσα στεκόμενος στήν ἄκρη τοῦ μπαλκονιοῦ καί τόν κάλεσα νά ἔλθει μαζί μας.
Ἄλλη φορά πού ἦρθε στό σπίτι μου, ἡ κόρη μου Αἰκατερίνη φοροῦσε σόρτς καί ἀπό σεβασμό δέν ἔβγαινε, γιατί δέν ἤθελε νά τήν δεῖ ἔτσι. Καί ὁ πατέρας Νικόλαος, χωρίς νά ξέρει ὅτι ἦταν στό δωμάτιο, ὅπου κεντοῦσε, τῆς φώναξε εὐγενικά: «Ἔλα, Αἰκατερίνη παιδί μου, νά σέ σταυρώσω καί δέν πειράζει πού φορᾶς σόρτς!».
Γιά τήν ἐνορία μου, τόν Ἅγιο Δημήτριο Λόγγου -τόν ὁποῖο δέν ἔτυχε ποτέ νά προσκυνήσει- ἔλεγε μέ λεπτομέρειες πῶς εἶναι μέσα καί γιά τήν διακόσμησή του μέ κάθε ἀκρίβεια. Γιά τόν ἴδιο Ναό ἔλεγε πολλές φορές: «Καί ποιός δέν θά ἤθελε νά εἶναι ἱερέας στόν Ἅγιο Δημήτριο!».
Μία περίοδο εἶχε καιρό νά ἔλθει, γιατί περνοῦσα δοκιμασία μέσα στήν οἰκογένεια. Ὅμως μία ἡμέρα ἦρθε καί μοῦ εἶπε μέ πόνο: «Ἄχ, παιδί μου Μαρία, ἦλθα νά σοῦ δώσω λίγο κουράγιο», καί πράγματί μοῦ εἶπε καί λεπτομέρειες γιά ὅσα περνοῦσα καί μοῦ ἔδωσε πολύ κουράγιο καί δύναμη.
Ὅταν ἐρχόταν στό σπίτι μου, μέ καλοῦσε νά τελέσουμε κάποια ἀκολουθία, Ἁγιασμοῦ, Εὐχελαίου, ἤ Παράκληση στήν Παναγιά μας, πάντοτε ἀφιλοκερδῶς, γνωρίζοντας μέ λεπτομέρεια τίς στενοχώριες, πού εἶχα περάσει ἀπό τήν προηγούμενη φορά πού μέ εἶχε συναντήσει.
Τήν ἡμέρα πού κοιμήθηκε, ἤμουν στόν Πειραιά καί κάτι πρωτόγνωρο μέ ἔσπρωχνε νά μπῶ στό τρένο καί νά ἐπιστρέψω στήν Ἀχαΐα. Τελικά μπῆκα στό τρένο καί ἐκεῖ συνάντησα τυχαία τήν ἀδελφή τοῦ π. Νικολάου, τήν Πηγή μέ τόν σύζυγό της μέ μαῦρα ροῦχα καί θλιμμένους. Τούς ρώτησα τί συνέβαινε καί μοῦ εἶπαν τά δυσάρεστα. Τότε αἰσθάνθηκα σάν νά μέ κτύπησε κεραυνός. Τό ἑπόμενο πρωί πῆγα στή νεκρώσιμη ἀκολουθία. Ἡ μορφή του ἦταν πολύ πνευματική καί φωτεινή, καί μάλιστα κάποια στιγμή σήκωσε τό χέρι του καί εὐλόγησε. Ὅταν ὁ τότε πρωτοσύγκελλος, πού τόν εἶχε στενοχωρήσει πολύ μέ ἀδικαιολόγητο τρόπο, μετακινοῦσε ἀπό τό σκήνωμα τοῦ π. Νικολάου, τό Εὐαγγέλιο πού βαστοῦσε στά χέρια του, ἐπάνω ἀπό τά ἄμφια, στό μέρος τῆς καρδιᾶς του, ἔβγαλε ζεστό αἷμα μετά ἀπό δώδεκα ὥρες! Ἐνῶ τοῦ ἀπαγόρευαν ἀπό τήν Μητρόπολη νά κηρύξει, ἄν καί εἶχε πλούσιο χάρισμα ἐξαιτίας τῆς ἄσκησης καί μορφώσεώς του, ἐμεῖς σάν μέλισσες τόν ἐπισκεπτόμασταν, γιά νά τόν ἀκούσουμε ὡς κρυπτοχριστιανοί.
Ἀκόμη, ὅταν διακονοῦσα στόν Ἅγιο Δημήτριο Λόγγου, εἶχα πολλά πράγματα νά κάνω, ὅπως ἡ διακονία, πού προανέφερα, παράλληλα μέ τήν οἰκογένειά μου καί ἄλλες ὑποχρεώσεις. Αὐτό εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα, ὅταν τό βράδυ ἔκανα τά καθήκοντά μου στήν προσευχή, λόγω κούρασης μισοκοιμόμουν, ὅπως λέει ὁ λαός «κουτούλαγα». Καί χωρίς νά τοῦ πῶ τίποτα, ἦλθε τήν στιγμή αὐτή ὁ Γέροντας Νικόλαος καί μοῦ εἶπε ἀπό μόνος του: «Παιδί μου Μαρία, νά προσπαθεῖς νά προσεύχεσαι νωρίς, γιατί, ὅταν ἀργοῦμε νυστάζουμε». Ὅταν μοῦ εἶπε αὐτό, πῆγα γονατιστή καί τοῦ φίλησα τά χέρια μέ δάκρυα στά μάτια μου.
Ὅταν ἀκόμη ζοῦσε, τοῦ ἐκμυστηρευόμουν συχνά τίς στενοχώριες μου μέ τόν σύζυγό μου Μιχάλη, ὅτι δέν μέ ἄφηνε νά τελῶ τά πνευματικά μου καθήκοντα, μέ εἰρωνευόταν στά τῆς πίστεως πράγματα καί λόγω του ὅτι ἤμουν ἰδιαίτερα φιλάσθενη, ἀφοῦ πέρασα τήν δοκιμασία τῆς ἐπάρατης ἀσθένειας, καί μοῦ ἔλεγε πάνω στά νεῦρα του: «Νά πεθάνεις, νά πάρω καμμία τουρίστρια, πού ἔρχεται ἐδῶ στήν παραλία τό καλοκαίρι καί νά εἶναι μικρότερη». Ὁ π. Νικόλαος -κάθε φορά πού μέ δάκρυα τοῦ ἔλεγα αὐτό- μοῦ ἀπαντοῦσε μέ μειλίχια φωνή: «Παιδί μου, τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ εἶναι διαφορετικό. Ἐσύ θά ζήσεις πολλά χρόνια καί ὁ σύζυγός σου θά «κοιμηθεῖ» ξαφνικά ἀπό μικρή αἰτία στό νοσοκομεῖο. Ἐσύ θά τόν συγχωρέσεις καί θά συνεχίσεις τήν κατ’ οἶκον ἄσκησή σου μέ πίστη καί ἐλπίδα». Καί πράγματι, λίγο πρίν κλείσει ὁ π. Νικόλαος 12 χρόνια ἀπό τήν κοίμηση του, ὁ ἄνδρας μου πῆγε στό Νοσοκομεῖο τοῦ Αἰγίου γιά μία ἐγχείρηση ρουτίνας, ἐπέμβαση στό μηνίσκο τοῦ ποδιοῦ. Ἐκεῖ, ἀπό λάθος τοῦ ἀναισθησιολόγου, πού χορήγησε ἐπιπλέον νάρκωση «κοιμήθηκε», καί ἀμέσως μέ τίς θυγατέρες μου θυμηθήκαμε τήν πρόρρηση τοῦ γέροντα Νικολάου.
Αὐτό πού θέλω νά προσθέσω εἶναι ὅτι τά ἀφιερώματα, που δημοσιεύονται γιά τόν π. Νικόλαο, τά ἔχω στό κομοδίνο μου καί ὁρισμένες φορές, πού ξυπνῶ τά βράδια τά μελετῶ, σάν νά τά διαβάζω πρώτη φορά. Ἀμέσως μοῦ δίνει τήν νοερά προσευχή μέχρι τό πρωί. Ἄλλωστε αὐτό τό χάρισμα τῆς νοερῆς προσευχῆς τό εἶχε ὁ ἴδιος ἐν ζωῇ σέ ἔντονο βαθμό πού ἔφτανε μέχρι τήν νήψη. Καί καλλιεργημένες καί ζυμωμένες μέ τά πνευματικά ψυχές τίς ὁδηγοῦσε μοναδικά καί ἱεροκρυφίως στό νά γευτοῦν τό ἴδιο. Μέ ἰδιαίτερα σπάνιο τρόπο, πού ἀκολουθοῦσε μεγάλη πνευματική διαδρομή, σοῦ τοποθετοῦσε στήν καρδιά σου τίς μορφές τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας μας, καί ἔτσι διψοῦσες γιά νοερά προσευχή. Ἀκόμη, γιά τό προηγούμενο μέ τίς δημοσιεύσεις σχετικά μέ τόν παπα-Νικόλα, ἔχω ἀκούσει ἀπό ἔγκριτα πρόσωπα ὅτι σέ πολλές περιπτώσεις ἀπό τίς φωτογραφίες του, ἀναδύεται εὐωδία, ἐνῶ στόν ἴδιο χῶρο τῆς οἰκίας τους μπορεῖ νά ὑπάρχουν καί ἄλλες εἰκόνες καί φωτογραφίες ἀπό ἱερές μορφές».
Μία μαρτυρία καταγράφει ἡ κ. Ἀντωνία Τσ. ἀπό τήν Πάτρα: «Μέ τόν σπάνιο καί ἀληθινό ἱερέα Νικόλαο Πέττα συνδεόμουν πολλά χρόνια. Τίς πλούσιες ἀρετές του τίς ἔκρυβε πολύ καλά. Ὁ Θεός, λόγω τῆς ταπείνωσης καί τῆς Ἰώβειας ὑπομονῆς του, τοῦ ἔδωσε πλούσια τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δυστυχῶς πολεμήθηκε ἀπό ἀνθρώπους, πού ἦταν θιασῶτες τοῦ σκότους.
Πέρασαν ἀρκετά χρόνια ἀπό τή θαυμαστή κοίμησή του καί θά καταθέσω λίγα περιστατικά, πού μαρτυροῦν τή μεγάλη του φώτιση. Τό 1992 -τῆς Ἁγίας Σοφίας τό πρωί- στήν Προσκομιδή εἶδε τόν ἄδικο χαμό τῆς κόρης του Σοφίας, τήν ὁποία εἶδε μέσα στόν Παράδεισο μέ φωτεινό πρόσωπο.
Ἐπίσης δέν εἶχε γνωρίσει ὁ π. Νικόλαος τό παιδί μου καί τό σύζυγό μου. Ὅμως, κάθε φορά μοῦ ἔλεγε μέ λεπτομέρειες τί ἔκαναν τήν συγκεκριμένη περίοδο, πού τόν συναντοῦσα τόν Γέροντα. Δηλαδή τούς ἀκτινογραφοῦσε μέ ἀπόλυτη ἀκρίβεια.
Στά σαράντα τοῦ π. Νικολάου, εἶδα πολύ ζωντανά στό ὄνειρό μου ὅτι στήν οἰκία τοῦ π. Νικολάου εἶχε ἔλθει ὁ ἴδιος ἀπό τόν Οὐρανό στό σπίτι του, ὅπου εἶχαν ἑτοιμάσει οἱ οἰκεῖοι του ἐπίσημο γεῦμα. Τότε παρουσιάσθηκε φωτεινός ὁ π. Νικόλαος στό δωδέκατο γιό του Γεώργιο, ὁ ὁποῖος εἶχε πολύ πονέσει ἀπό τόν ἄδικο χαμό τοῦ πατέρα του καί εἶχε πέσει σέ μεγάλη θλίψη, καί τοῦ ἔριχνε μία παράξενη πνευματική τροφή σαν μάννα στό στόμα, γιά νά πάρει δύναμη. Καί πράγματι, ὁ Γεώργιος, ἐπειδή ἦταν ὁ μικρότερος καί δέν μποροῦσε νά ἀντιμετώπισει τήν ξαφνική ἀπώλεια τοῦ πατέρα του, ξαφνικά πῆρε πολύ θάρρος καί προχώρησε σωστά καί δημιουργικά στή ζωή του.
Γενικά, αὐτό πού θυμᾶμαι ἔντονα εἶναι ὅτι ὁ Γέροντας Νικόλαος, ἐνῶ ἦταν στή Γῆ, πετοῦσε στόν Οὐρανό, ὡς ὑψιπέτης. Ἦταν πολύ πνευματικός ἱερέας, εἶχε πολλά χαρίσματα, ἀλλά ὅλα αὐτά μέ ἕναν ὑγειῆ καί ἀληθινό τρόπο, ὄχι μέ ἀρρωστημένο, ὅπως συνηθίζεται σέ ἄλλους ἀνθρώπους. Εἶχε πολλά κρυμμένα χαρίσματα κατά κοινή ὁμολογία. Ἦταν ἀληθινός καί εὐαίσθητος ἄνθρωπος, κοντά στόν πονεμένο καί τό πτωχό. Ὁ πόνος τοῦ συνανθρώπου γινόταν δικός του πόνος καί αἰτία γιά πολλή προσευχή. Τοῦ «κατασκεύαζαν» πολλές παγίδες διάφοροι, ἐνῶ τώρα ὁμολογοῦν ὅτι ἦταν λάθος τους καί ὅτι ἦταν ἄνθρωπος, πού εἶχε φθάσει στή θέωση. Ἦταν ἰδιαίτερα ἀγαπητός σέ ὅλους, ἰδίως στούς μαθητές του. Εἶχε μεγάλο βάθος πνευματικότητας, ἦταν ἐκλεκτός τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἀείμνηστοι Ὕδρας Ἱερόθεος Τσαντίλης καί ὁ Φλωρίνης Αὐγουστίνος Καντιώτης ἔτρεφαν ἰδιαίτερο σεβασμό, τιμή καί ἀγάπη στόν π. Νικόλαο, καί μοῦ ἔλεγαν ὅτι ἦταν ἀληθινός ἀγωνιστής λευίτης τοῦ Χριστοῦ μέ πλούσια τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ ἐπάνω του. Μάλιστα ὁ Σεβ. Ἱερόθεος ἔλεγε ὅτι ὁ π. Νικόλαος εἶχε Χάρη ἀκόμη καί ἀπό λαϊκός».
Ἄλλη μία ἀκόμα μαρτυρία γιά τόν π. Νικόλαο εἶναι ἐκείνη τοῦ κ. Βασιλείου Π., ἀστυνομικοῦ ἐκ Πατρῶν: «Τόν Γέροντα Νικόλαο Πέττα τόν γνώριζα χρόνια. Τόν βλέπαμε πολλοί χριστιανοί καί κατανοούσαμε τά πλούσια χαρίσματά του. Κάποτε εἶχα πάει στό Ἀσκητήριό του στήν οἰκοδομή ἐπί τῆς ὁδοῦ Νέο τμῆμα Ζαφειράκη στήν Ἀνθεία Πατρῶν καί μοῦ ἔλεγε ἐμπειρίες ἀπό τήν Θεία Λατρεία, ὅπως ὅτι τήν ὀροφή τοῦ Ναοῦ μετά ἀπό κάθε Λειτουργία τήν ἔβλεπε λαμπερή καί χρυσή, καί ἄλλα πολλά πνευματικά. Μετά περνούσαμε στήν παλαιά του οἰκία. Ἐγώ εἶχα ἔντονο λογισμό νά τοῦ πῶ ὅτι ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί πρέπει νά καλοῦμε τούς Ἱερεῖς στά σπίτια μας γιά Ἁγιασμό. Καί προτοῦ προλάβω νά τοῦ τό πῶ, μοῦ λέει μέ σιγουριά: «Νά καλοῦμε τούς Ἱερεῖς τῆς ἐνορίας μας, γιά νά τελοῦν στήν οἰκία μας ἁγιασμούς», καί θαύμασα τό μεγάλο διορατικό του χάρισμα. Πολλά ἔχουμε νά ποῦμε γιά αὐτόν τόν φωτισμένο ἱερέα.
Μετά ἀπό τήν Θεία Λειτουργία συνήθιζε νά ξαπλώνει γιά ἀρκετή ὥρα στό Ἱερό, μεταξύ τῆς Ἁγίας Τραπέζης καί τῆς Ὡραίας Πύλης, γιά νά ἐπιστρέψη τό πνεῦμα του στή γῆ. Κάποτε, ὅταν ὑπηρετοῦσε ἐκεῖ ὁ ἐξάδελφός μου ὁ π. Ἀνδρέας, τόν ἔβρισκε ἐκεῖ καί τοῦ ἔλεγε νά σηκωθεῖ, καί ἀφοῦ δέν σηκωνόταν, τόν ἔσπρωχνε. Ὁ π. Νικόλαος καρτερικά ἔμενε στόν πνευματικό του κόσμο. Ἐκεῖνος δέν τό καταλάβαινε καί τόν θεωροῦσε σαλό. Καί ἀναρωτιέμαι, ἕνας σαλός μπορεῖ νά κάνει τόσα δημιουργικά καί ἄξια πράγματα!
Γενικά ἦταν ἕνας πολύτιμος θησαυρός τῆς πόλεως τῶν Πατρῶν καί εἶχε βοηθήσει ποικιλοτρόπως πολλούς ἀνθρώπους. Τόν καταλαβαίναμε οἱ σοβαροί καί καλλιεργημένοι Χριστιανοί καί δεχόμασταν τίς πνευματικές του συμβουλές. Σέ πολλούς ἀπό ἐμᾶς προέβλεπε δυσκολίες καί δοκιμασίες, πού μετά ἀπό καιρό τίς βιώναμε, ὅπως τίς προέλεγε. Τά λόγια του ἦταν διακριτικά, εὐγενικά, ἀποκαλυπτικά, διορατικά, μέ μία λέξη χαρισματικά. Τόν εἴχαμε καταλάβει πολλοί, ὅσο καί ἄν κρυβόταν. Ἦταν ἀληθινός κληρικός καί ἀληθινός ἄνθρωπος, πολύ εὐσεβής ἱερέας καί ἰδιαίτερα ταπεινός. Τέτοιοι ἱερεῖς σπανίζουν. Ξεχώρισε στήν εὐρύτερη περιοχή τῆς Ἀχαΐας, γιά αὐτό καί τόν ζήλευαν πολύ. Ἡ παρουσία του ἔκαιγε τόν μισόκαλο διάβολο, ὁ ὁποῖος μέ πολλά τεχνάσματα τόν πολεμοῦσε ἀλύπητα. Ἐνῶ εἶχε τόση μόρφωση καί τόσα χαρίσματα, ἐντούτοις ἦταν ἁπλός καί εὐθύς, ἐνῶ ὡς κληρικό τόν εἶχαν στό περιθώριο καί τοῦ ἀπαγόρευαν νά κηρύξει. Ἦταν δίπλα στό φτωχό καί ἐργατικό ποίμνιό του καί τόν πονεμένο ἄνθρωπο, στόν ἀδικημένο, στόν ἀσθενοῦντα καί στό δοκιμαζόμενο. Μέ τίς εὐχές του καί τίς συμβουλές του ὅλοι εἶχαν νά πάρουν κάτι, γιά νά συνεχίσουν τόν δύσκολο ἀγώνα τους. Δόξα στό Θεό πού καί σήμερα μᾶς χαρίζει τούς ἀνθρώπους Του».
Ἡ κ. Καλομοίρα Φ. ἀπό τό Αἴγιο καταθέτει ἐγγράφως: «Τόν παπα-Νίκο τόν εἶχα γνωρίσει ἀπό τόν πατέρα Κωσταντίνο Π., ἕναν γέροντα, καί ἀπό τόν Κωνσταντῖνο τόν Στάμο, πού μέ πρωτοσύστησε καί πήγαινα στό στίτι του.
Μέ γνώρισε στήν πρεσβυτέρα, ἔπειτα τόν γνώρισα σέ ἄλλους, ἀπό τό Αἴγιο καί ἐπειδή εὐλαβεῖτο τόν Ὅσιο Πατάπιο καί τόν Ἅγιο Παῦλο στήν Ἀρχαία Κόρινθο, περνοῦσε συχνά ἀπό τό σπίτι μου στό Αἴγιο. Τότε ζοῦσαν καί οἱ γονεῖς μου.
Συγκεκριμένα, θυμᾶμαι κάτι πού μοῦ εἶχαν δώσει, ἕνα λειψανάκι καί εἶχε ἔρθει μέ τόν γιό του, τόν πατέρα Νεκτάριο καί μοῦ λέει: «Γιά ἔλα, Καλομοίρα! Κάτι ἔχεις ἐσύ! Γιά φέρ’ το!». «Τί ἔχω Γέροντα;» τοῦ λέω. «Φέρ’ το νά τό προσκυνήσουμε», μοῦ λέει. Ξέρω ἐγώ τί ἔχεις». Δέν τοῦ εἶχα πεῖ ἐγώ ποτέ γιά τό ἱ. λείψανο.
Σέ ἄλλες περιπτώσεις πού τοῦ ἔλεγα γιά τούς γονεῖς μου ὅτι εἶναι ἄρρωστοι καί ἄκουγε τό πρόβλημά μου, ἔλεγε: «Μή στενοχωριέσαι, ὁ Κύριος θά βοηθήσει» καί πράγματι ὅπως τό ἔλεγε ἔτσι γινόταν.
Πήγαιναν καί ἄλλα πρόσωπα, τά διάβαζε καί τά ἐξομολογοῦσε στό σπίτι του.
Εἶχε μεγάλη εὐλάβεια! Ἦταν πραγματικά ἅγιος ἄνθρωπος!.
Εἶχε πάει μία κυρία, πού εἶχε φτάσει σέ χωρισμό καί τή διάβασε. Σταμάτησε γιά μία στιγμή καί τῆς λέει: «Κοίταξε νά δεῖς. Ὁ κύριος θά ἐπιτρέψει νά χωρίσεις, γιατί, ὅταν ἔκανες τήν ἔκτρωση, δέν τό σκέφτηκες». Καί πράγματι χώρισε ἡ κυρία αὐτή.
Ἔλεγε γιά τήν κόρη του τή Σοφία, ὅτι εἴχε δεῖ στήν Προσκομιδή ὅτι θά σκοτωνόταν.
Ἐπειδή ἐγώ κάνω ἀρτοκλασίες μοῦ ἔλεγε: «Καλομοίρα, κάνε, κάνε! Αὐτά γράφονται στόν Οὐρανό. Ὅ,τι κάνεις, παιδί μου, θά τό βρεῖς μπροστά σου».
Μόλις ἐρχόταν σπίτι, μοῦ ἔλεγε: «Ψάλλε, ψάλλε!», καί ψέλναμε.
Ὁ ἄνθρωπος εἶχε μεγάλη παρρησία στό Θεό, ἐν ζωῇ ἀκόμα».
Ἡ κ. Στέλλα Κ., συνταξιοῦχος ὑπάλληλος στήν ἔκδοση Διαβατηρίων τῆς Ἀστυνομίας, ἐνορίτισσα τοῦ π. Νικολάου, θυμᾶται τά ἑξῆς: «Μία φορά, ἡμέρα Σάββατο, πηγαίνοντας στό ναό τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, συνάντησα, πρίν φθάσω κάποιο ἄγνωστο ἄνθρωπο. Τήν λειτουργία τελοῦσε ὁ π. Νικόλαος, ὁ ὁποῖος στό τέλος ἔψαχνε ἕναν κ. Ἰωάννη. Τήν ἑπόμενη ἡμέρα, πού ἦταν Κυριακή, μέ καλεῖ ὁ π. Νικόλαος, ὁ ὁποῖος ἦταν μέ τόν κύριο αὐτό πού εἶχα συναντήσει τήν προηγούμενη ἔξω ἀπό τό ναό καί μοῦ λέει: «Στυλιανή, αὐτός εἶναι ὁ Ἰωάννης». Τοῦ ἀπάντησα: «Πατέρα Νικόλαε, αὐτό τόν ἄγνωστο κύριο τόν συνάντησα ἐχθές». Καί μοῦ ἀπαντᾶ μέ σιγουριά καί αὐστηρότητα: «Τό ξέρω Στυλιανή καί πρέπει οἱ χριστιανοί νά γνωρίζονται μεταξύ τους, γιά νά στηρίζονται». Ἐπίσης μᾶς ἔλεγε ὁ π. Νικόλαος: «Ὅταν εὐλογεῖ κάποιος ἱερέας, ἡ εὐλογία μένει ἀνεξίτηλη μέσα στό χρόνο στό σημεῖο ἐκεῖνο».
Μία ἄλλη φορά θά πήγαινα γιά προσκύνημα στήν Ἄνδρο μέ τά ἀδέλφια μου, ἀλλά ὁ σύζυγός μου Βασίλης δέν μοῦ ἐπέτρεψε νά ἀκολουθήσω. Στενοχωρήθηκα γι’ αὐτό. Πῆγα στόν ἱερέα τῆς ἐνορία μας π. Νικόλαο και, χωρίς νά τοῦ πῶ τίποτε, μέ ὁδήγησε στό κελλί-ἀσκητήριο, πού εἶχε ἀπέναντι ἀπό τήν οἰκία του, καί μοῦ λέει: «Πάρε, παιδί μου Στυλιανή, νά πιεῖς ἁγίασμα ἀπό τίς μονές τῆς Ἄνδρου». Καί ἔτσι ἠρέμησα καί θαύμασα κατά Θεό».
Πολλά Σάββατα, μετά τήν Θεία Λειτουργία, πήγαινε γιά προσκύνημα μέ πνευματικά του παιδιά, καί μοῦ ἔλεγε μέ εὐγένεια: «Στυλιανή, νά ἀκολουθήση». Ἐγώ ἀπαντοῦσα ἀμέσως: «Πατέρα μου, ἔχω ἁπλώσει τραχανά, πού δέν στεγνώνει μέ τίποτα!», ἐννοώντας ὅτι ἔχω ὅλο δουλειές. Ὡστόσο ἐκεῖνος μέ τό χάρισμά του ἤξερε πολύ καλά ὅτι κάποιες φορές εἶχα περιθώριο νά ἀκολουθήσω».
Ἡ κ. Στέλλα εἶχε ἀγωνία γιά τήν πνευματική κατάσταση τοῦ ἀνδρός της, ὁ ὁποῖος δέν ἦταν κοντά στά Μυστήρια. Ὁ π. Νικόλαος τῆς εἶπε: «Ὅταν ἔλθει ἡ ἐποχή τοῦ Βασίλη νά εἶναι κοντά στόν Χριστό, θά εἶναι καλύτερα ἀπό ἐσένα στά πνευματικά».
Ἄλλη φορά, στήν γενέτειρά μου, στό Βαρθολομιό, πῆγα τήν Κυριακή στόν Ναό τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη, γιά νά λειτουργηθῶ. Τήν ὥρα τοῦ Ὄρθρου στό: «Τήν Θεοτόκον καί Μητέρα τοῦ Φωτός..», ὅταν ὁ ἱερέας βγαίνει νά θυμιάσει γιά τήν Θεοτόκο, μέ ἔκπληξη εἶδα ὅτι τό θυμιατό τό βαστοῦσε ὁ π. Νικόλαος, ἄν καί εἶχε ἤδη κοιμηθεῖ, καί ἦλθε κοντά μου καί θυμιάτισε καί ἐμένα. Ἀλλά καί στή δική μας ἐνορία τοῦ Ἁγίου Βασιλείου τόν αἰσθανόμαστε συχνά νά εἶναι παρών καί νά λειτουργεῖ.
Ὅταν κοιμήθηκε, τό πρόσωπό του ἦταν τόσο φωτεινό, ὥστε δέν μποροῦσες νά τόν κοιτάξεις γιά ὥρα καί τό σῶμα του ἦταν πολύ ζεστό καί εὔκαμπτο, καί τό ἀσπάσθηκα πολλές φορές. Τό σῶμα του εἶχε τέτοια εὐλυγισία, πού πήγαινε, ὅπως τό ἤθελε κανείς, ἐνῶ φαινόταν νά ἵπταται. Ὁ Μητροπολίτης καί οἱ ἱερεῖς ἔμειναν ἄφωνοι καί καθηλώθηκαν ἀπό τήν κοσμοσυρροή, ἐνῶ τά τοπικά τηλεοπτικά κανάλια τό ἀνάφεραν στά κεντρικά δελτία εἰδήσεων. Οἱ ἐνορίτες καί οἱ δεκάδες πιστοί ἔκοβαν κομμάτια ἀπό τό πετραχήλι καί τά ἄμφιά του καί τά φυλᾶνε μέχρι σήμερα στό εἰκονοστάσι τους. Ἐγώ ἔχω καί ἕνα πουκάμισο ποῦ εἶχα πάρει ἀπό τό κελλί του, πού τό φυλάω μέ μεγάλη προσοχή καί εὐλάβεια. Ἡ ἐνορία τόν τιμᾶ ὡς εὐλογημένο καί φωτισμένο ἱερέα, γιατί σπάνια συναντᾶς τέτοια ψυχή παλληκαρίσια καί ἀξιοπρεπῆ, δοσμένη ἐξολοκλήρου στό Θεό.
Στήν ἐξόδιο τοῦ Γέροντα Νικολάου, ὁρισμένοι κληρικοί μέ ἐπικεφαλῆς τόν τότε βαθμοφόρο ἀρχιμανδρίτη, εἶχαν δημιουργήσει κλίμα ἔντονης ἀπαξίωσης, γιά νά μήν μάθει ποτέ ἡ ἐνορία καί ὁ λαός τῆς Ἀχαΐας, ἀλλά καί οἱ οἰκεῖοι του π. Νικολάου τίς πολλές καί ἀλλεπάλληλες πικρίες, πού τοῦ ἔδωσαν. Καί ἐνῶ ὁ π. Νικόλαος τίς ξεπερνοῦσε μέ προσευχή και, ὡς μεγαλόψυχος, ἔλεγε καλά λόγια γιά ἐκείνους, ὅσο ζοῦσε, τήν ἡμέρα αὐτή δέν σεβάσθηκαν τήν πολυταλαίπωρη εὐλογημένη πρεσβυτέρα του Ἀνθή καί τά θλιμμένα παιδιά του. Μάλιστα, κατά τήν ὥρα τῆς Ἐξοδίου ἡ προϊσταμένη ἐκκλησιαστική ἀρχή ἀπαγόρευσε μέ τρόπο ἀπολυταρχικό στούς Διευθυντές τῶν Σχολῶν, ὅπου δίδασκε ἐπί πολλά ἔτη ὁ π. Νικόλαος, νά ἐκφωνήσουν σχετικό ἐπικήδειο λόγο. Ἀκόμη καί στόν ἐκπρόσωπο τῶν ἐνοριτῶν ἀπαγόρευσαν, καθώς καί στούς τοπικούς ἄρχοντες. Ὡστόσο αὐτή ἡ ἀδικία ἀκόμη καί κεκοιμημένο νά τόν διώκουν, μᾶς πίκρανε καί τό αἰσθητήριο τοῦ λαοῦ πού εἶναι ἀλάθητο μᾶς ἔκανε νά φτιάξουμε ἕνα ποίημα, γιά νά τό διαβάσουμε γιά ἐκεῖνον. Οἱ ἐνορίτες μέ τήν βοήθεια ἑνός εὐλαβοῦς κληρικοῦ, πού γνώριζε τά καρφιά, πού κάρφωναν στά ὁλόλευκα καί δουλεμένα χέρια τοῦ π. Νικολάου, φτιάξαμε αὐτό τό ἁπλό ἀλλά μέ πολλές ἀλήθειες Ἐπικήδειο Ποίημα. Καί αὐτό ἐμπόδισαν νά τό ἀπαγγείλουμε. Ὅμως πρώτη ἐγώ, μαζί μέ ἄλλους πιστούς, τό ἀναγνώσαμε μέ πολύ πόνο καί δάκρυα ἐπάνω ἀπό τό σκήνωμά του στό Κοιμητήριο τῆς Παναγίας τῆς Ἀλεξιώτισσας Πατρῶν, λίγο πρίν τόν τοποθετήσουν ἐντός τοῦ οἰκογενειακοῦ τάφου. Τά λόγια εἶναι κατάθεση ψυχῆς σέ αὐτόν τόν μεγάλο Πατέρα, πού ἀπέστειλε σέ μᾶς ὁ Ἐπουράνιος Πατέρας, γιά νά μᾶς ὁδηγήσει στήν σωτηρία. Τό κείμενο δημοσιεύεται καί στό ἄρθρο τοῦ κ. Χαράλαμπου Κοντοχρήστου».
π. Νικόλαος Πέττας: 3η Σειρά ἀπό Μαρτυρίες
Ἐπιλογή ὑλικοῦ καί εἰσαγωγή ἀφιερώματος: τοῦ ὑπεύθυνου τῆς ἱστοσελίδας κ. Φωτίου Ἀρ. Δημητρακοπούλου, καθηγητοῦ Βυζαντινῆς Φιλολογίας στό Τμῆμα Φιλολογίας τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.
Ὁ ἀείμνηστος Κώστας Στάμος, ἀξιωματικός τοῦ στρατοῦ, ἔλεγε πολλά γιά τόν π. Νικόλαο. Ἕνα ἀπό αὐτά εἶναι καί τό ἑξῆς: «Μία φορά ἦλθε ὁ π. Νικόλαος μέ τούς τρεῖς γιούς του ἀργά στό σπίτι μου στά Ψηλαλώνια, καί τόν ρώτησα: «Πῶς καί ἤλθατε, Πατέρα, περασμένη ὥρα, γιά νά μέ δεῖτε;». Μοῦ ἀπαντᾶ ἐκεῖνος: «Μοῦ ἔδωσε μήνυμα ἡ Παναγία μας ὅτι περνᾶς οἰκογενειακή θλίψη καί ἔχεις ἡμέρες νά ἀναπαυθεῖς». Πράγματι ἔτσι ἦταν, καί μοῦ ἔδωσε κουράγιο, γιά νά μήν καταπέσω, καί ἀπό τότε ἀναπαυόμουν εἰρηνικά. Ἀκόμη γιά τό κυπριακό πρόβλημα ἔλεγε ὅτι: «Γίνονται προσπάθειες ἐνενηνταεννέα φορές νά λυθεῖ μέ τούς διαλόγους καί τήν διπλωματία, ἐνῶ μέ τά ὅπλα θά λυνόταν μέ τήν πρώτη!.
Εἶχε ἰδιαίτερη ἐκτίμηση στούς ὀρθοδόξους Λαούς, διότι ἔλεγε ὅτι μέσα ἀπό τό Ἅγιο Βάπτισμα καί τά ἱερά Μυστήρια της Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἔχουμε γίνει ἀδέλφια. Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση ὅταν συναντοῦσε στήν Πάτρα Ρώσους τοῦ χαιρετοῦσε μέ ἐκτίμηση, τούς κερνοῦσε καί τούς ἔλεγε λόγια πού τόνιζαν τόν θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀκόμα τόνιζε τήν ἀγάπη τῶν δυό λαῶν πού ἔχουν κοινό δρόμο, κάτω ἀπό τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, τῆς Θεοτόκου καί τῶν Ἁγίων μας. Ἐπίσης τούς ἔλεγε ὅτι αὐτά τά καθαρά καί λευκά πρόσωπα τά ἐπήρανε διότι στά κύτταρά τους κυκλοφορεῖ αἷμα Χριστοῦ, ἀπό τήν ἐποχή πού μέ τήν Ἁγία βασίλισσα Ὄλγα καί τόν Ἰσαπόστολος βασιλιάς Ἅγιο Βλαδίμηρο γνώρισαν τήν ἀληθινή πίστη. Ὅταν τούς χαιρετοῦσε τούς φιλοῦσε τό χέρι μέ δάκρυα…».
Μία φορά ἦλθε ἕνας ἀξιωματικός τῆς Ἀστυνομίας, ὁ κ. Θεόδωρος Β., ὁ ὁποῖος ἐρχόταν συχνά ἀπό μακριά, γιά νά λειτουργηθεῖ στήν ἐνορία μας καί γιά νά ἀπολαύσει τόν π. Νικόλαο. Σέ κάποια ἀπό τίς Λειτουργίες ἤθελε τέσσερα ἀντίδωρα, γιά νά δώσει σέ κάποιους ἀσθενεῖς, και, ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα νά τοῦ δώσει ἀντίδωρα, μέ τό δεξί του χέρι πιάνει τέσσερα ἀντίδωρα μαζί καί δίνοντάς του ἕνα-ἕνα καί μετρώντας παράλληλα, ὅταν ἔφτασε στό τέσσερα, τοῦ λέει μέ εὐθύτητα καί σιγουριά: «Ἐντάξει δέν εἴμαστε;»
Στόν ἴδιο ἀστυνομικό, ὁ ὁποῖος, πρίν πάει στή θεία Λειτουργία, μάλωσε μέ τή γυναίκα του γιά τό ποιός θά πάει στό Ναό τό πρόσφορο, τοῦ εἶχε πεῖ ὁ π. Νικόλαος, χωρίς νά γνωρίζει τίποτε: «Θεόδωρε, νά μήν χαλᾶμε τίς καρδιές μας μέ τήν γυναίκα μας, γιά τό ποιός θά φέρει τό πρόσφορο στό Ναό!». Στόν ἴδιο ὁ Θεός ἐπέτρεψε τήν ἑξῆς ἀποκάλυψη, νά βλέπει «ἐν ἑτέρᾳ» πνευματική μορφή τόν π. Νικόλαο μέ πολλά λευκά περιστέρια στίς παλάμες του.
Ὁ κ. Ἰωάννης Σ. ἀπό τήν ἐνορία τοῦ Ἁγίου Βασιλείου Ζαρουχλεΐκων τῆς Πάτρας, ἀφηγεῖται ὁρισμένες μεγάλες πνευματικές ἐμπειρίες, πού εἶχε ζήσει ὁ π. Νικόλαος: «Θά καταθέσω μερικές ἀπό τίς διδασκαλίες του, ἀλλά γιά ὅποια λάθος διατύπωση νά μέ συμπαθᾶτε καί νά μήν λογισθεῖ εἰς βάρος τῶν διδαχῶν τοῦ Γέροντος αὐτοῦ.
Ἦταν πολύ ὡραῖος παπούλης καί φυσικά κυνηγημένος σκληρά ἀπό τό σκότος, πού δέν τοῦ ταίριαζε καθόλου. Ἦταν πολύ καλός στό νά ἀκούει τούς ἀδυνάτους καί εἶχε δύναμη μέσα του καί τήν θεία Χάρη, γιά νά τούς στηρίζει. Μᾶς μιλοῦσε γιά τό ἄκτιστο Φῶς τό ἀστρολαμπικό πού σχηματιζόταν ἀπό πολλαπλές Δόξες, ὅπως μᾶς τό περιέγραφε, τό ὁποῖο ὁμοιάζει σάν χριστουγεννιάτικο ἀστεροειδῆ, καί τόν συνόδευε μετά τή θεία Κοινωνία. Δέν ἔλεγε πολλά, γιατί ὑπῆρχε προκατάληψη ἀπό τούς συναδέλφους του, οἱ ὁποῖοι ὑπέβαλαν σέ «ἱερά ἐξέταση» τούς ἀνθρώπους, πού ὁμολογοῦσαν θαυμαστά γιά ἐκεῖνον. Ὁρισμένοι συνάδελφοί του τόν περιφρονοῦσαν, ἀλλά ὁ ἴδιος ἀντιμετώπιζε εἰρηνικά τά προβλήματα. Μετά τό χαμό του, ἡ καλή του πρεσβυτέρα ἀπό τήν στενοχώρια της γιά τίς συκοφαντίες καί τίς ἀδικίες κατά τοῦ π. Νικολάου, ἔχασε τίς δυνάμεις της καί εἶναι σχεδόν παράλυτη. Τά παιδιά του σιωποῦν καί δακρύζουν, ὅταν τούς λέμε γιά τόν πατέρα τους, γιατί θυμοῦνται τόν ἄδικο κατατρεγμό, πού τοῦ ἔκαναν. Τό σκοτάδι κοιτοῦσε νά πνίξει καί αὐτά, ἀλλά ἡ εὐχή του τά πραστατεύει.
Τή θεία Χάρη τήν ἔβλεπε σάν προνόμιο, σάν μεγάλη δωρεά. Ἔλεγε: «Ὁ Θεός μᾶς προικίζει μέ τά τρία τάλαντα τήν ὥρα τῆς βάπτισης, τό βασιλικό, τό ἱερατικό γιά τήν εὐσέβεια και, τό τρίτο, τό ποιμαντικό». Ἔλεγε ὅτι: «Δέν ἔχει σημασία πόσους ποιμαίνεις, ἔστω καί λίγους, ὅσοι εἶναι στό σπίτι σου. Πρέπει νά τούς μιλήσεις γιά τά τρία αὐτά τάλαντα». Πιστεύω ὅτι εἶχε πολλές οὐράνιες ἐμπειρίες, γιατί ἦταν γνήσιος καί ἀληθινός ἱερέας. Ἀκόμη ἔλεγε: «Τό βασιλικό τάλαντο εἶναι πνευματικό ὕψος, ὥστε νά μήν πέφτεις δηλαδή στήν κατάκριση».
Ὅταν λειτουργοῦσε, ἔνιωθε εἰρήνη καί γλυκασμό, ὅμως αὐτή ἡ γλυκύτητα τόσο πολύ τόν κούραζε, ὥστε ξάπλωνε γιά περισσότερες ἀπό δυό ὧρες μπροστά ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα, γιατί μᾶς ἔλεγε ὅτι: «Ἡ δύναμη τοῦ γλυκασμοῦ μέ ἔχει διαλύσει». Ἀκόμη ἔλεγε: «Ὁ καλλίτερος δρόμος εἶναι νά δουλεύεις αὐτά τά τρία τάλαντα. Ἔτσι θά ἀποκτήσεις πολλά δῶρα τοῦ Θεοῦ». Εἶχε μεγάλη βεβαιότητα γιά τήν ζωή, πού συνεχίζεται στόν Οὐρανό, βεβαιότητα πού τοῦ ἔδινε δύναμη μοναδική. Μιλοῦσε μέ τούς Ἁγίους, γιά τούς ὁποίους ἔλεγε ὅτι: «Περάσανε στήν ἁγιότητα καί κατά συνέπεια βρίσκονται στό θρόνο τοῦ Τρισαγίου Θεοῦ». Μιλοῦσε μέ ἄνεση μέ τούς Ἁγίους, οἱ ὁποῖοι ἔλεγε ὅτι: «Εἶναι ἄκακοι καί καλοί ἄνθρωποι, πού πέρασαν στή Βασιλεία τοῦ Κυρίου μέσα ἀπό τό μαρτύριο ἤ τόν ἀργό καί ἐπώδυνο ἀγώνα». Εἶχε φιλική συνύπαρξη μέ αὐτούς καί τούς ὑπολόγιζε ὡς μεγαλύτερους ἀδελφούς του. Τούς ἐκτιμοῦσε γι’ αὐτό, πού πέτυχαν και, ὅπως ἔλεγε «Βρέθηκαν γιά πάντα κερδισμένοι». Τούς ἔβλεπε μέ σεβασμό καί ὡς σεσωσμένους καί περίμενε τή βοήθειά τους.
Τό πρόσωπό του δέν θά τό ξεχάσω, ἦταν πάντα εἰρηνικό, καθαρό καί γλυκύτατο, καί γι’ αὐτό δέν ἤθελε νά γίνει προϊστάμενος καί νά κατέχει κοσμικές ἐξουσίες. Ὅταν κοιμήθηκε, ἦταν πολύ καλά τό σκήνωμά του, ἔδειχνε ἄνθρωπο, πού γεύθηκε ἀμέσως σωτηρία καί τήν παρρησία ἐνώπιόν του Θεοῦ. Τήν Παναγία τήν ἀγαποῦσε μέ ἅγιο πάθος καί τρέλλα θά λέγαμε. Ἦταν πολύ ἀφοσιωμένος σέ Ἐκείνη, γιατί, ὅπως μας δίδασκε: «Μᾶς ἔφερε στόν κόσμο τόν Σωτήρα Χριστό». Ἔλεγε ὅτι: «Εἶναι ἡ Μητέρα μας, πού δίνει μόνο δῶρα στούς ἀνθρώπους». Γι’ αὐτό αἰσθανόταν πολύ εὐλάβεια πρός Αὐτήν. Τίς πολλές στενοχώριες καί κακίες, πού περνοῦσε τίς εἶχε σάν «ἐπιδόρπιο», γιατί ὅπως μᾶς ἔλεγε: «Μᾶς βελτιώνουν καί μᾶς ὠφελοῦν γιά τή σωτηρία μας». Εἶχε ἀγωνία γιά τήν οἰκογένειά του, γιά τήν ἀποκατάσταση τῶν παιδιῶν, καί δόξα στό Θεό, μέ τίς εὐχές του ἔγιναν ὅλα τά παιδιά χρήσιμα στήν κοινωνία καί νιώθουν περήφανα, ἀλλά παράλληλα καί μεγάλη εὐθύνη γιά τόν πατέρα τους.
Τή θεία Κοινωνία τήν ἔβλεπε ὡς ἐπισφράγιση αὐτῶν, πού προσμένουμε ἀπό τό Χριστό, καί αὐτῶν, πού προέβλεπε στήν Σταυρική του Θυσία, πού τήν ὑπέμεινε ἑκούσια γιά τήν σωτηρία μας. Ἡ θεία Κοινωνία μᾶς ἔλεγε ὅτι εἶναι: «Καθαριστική καί φωτιστική, και, ὅταν κοινωνᾶμε γινόμαστε Θεοφόροι, Χριστοφόροι καί Πνευματοφόροι». Ὅταν λειτουργοῦσε, ἡ μορφή του ἦταν μέσα στή ροδαλότητα, τή γλυκύτητα, τήν εἰρήνη καί τήν πραότητα, καί γινόταν ἀνάλαφρος (ἐπάνω ἀπό τή γῆ) καί ὑπερκόσμιος. Πάντα πίστευε μέ βεβαιότητα γιά τή συνέχεια τῆς ἄλλης ζωῆς, δέν ἦταν μισοκαταρτισμένος, ἀλλά ὁλοκληρωμένος κατά τό δυνατόν.
Μετά τήν κοίμησή του τόν βλέπω σέ θαυμάσια θέση, ἀλλά στόν χῶρο του δέν μποροῦμε νά πᾶμε ἐμεῖς. Ἔρχεται καί τόν βλέπω μέ χαρά φωτεινό, λαμπρό καί μοῦ λέει πολύ ὡραῖα καί οὐράνια πράγματα. Ἡ εὐλογία τοῦ ἱερέως Νικολάου ἦταν μέσα στή θεία Χάρι καί στή δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἔμενε ἀνεξίτηλη. Ὅταν τόν βλέπουμε μετά τήν κοίμησή του, μᾶς δίνει εὐχές γιά τή σωτηρία μας. Μᾶς δίδασκε ὅτι: «Ἡ εὐλογία τοῦ ἱερέα εἶναι ἄφθαρτη καί ἀθάνατη, μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ».
Ἀπέναντι ἀπό τήν οἰκία του, μέσα σέ οἰκοδομή μέ τοῦβλα, εἶχε διαμορφώσει ἕνα ἀσκητήριο-κελλί, ὅπου πηγαίναμε μόνο γιά ἀκρόαση καί διάλογο, καί ἐκεῖ γνωρίσαμε Ἀσκητές ἀπό τό Ἅγιο Ὄρος καί ἀλλοῦ, πού συνδέονταν μέ τόν π. Νικόλαο καί μᾶς ἔλεγαν παραινέσεις. Εἶχε μεγάλη ἀγάπη γιά τούς ἄγνωστους ἁγίους, ὅπως τούς ὁσίους Ἰωακείμ καί Νεκτάριο τῆς Ἐρυμανθείας, τόν Παπουλάκο, τούς Κολλυβάδες Πατέρες, καί αὐτούς πού ὁμολόγησαν «Χριστό καί Πατρίδα» μετά τήν ἵδρυση τοῦ Ἑλληνικοῦ κράτους, καί τιμοῦσε πολύ τή δύναμή τους. Αὐτοί οἱ Ἅγιοι διάλεγαν τήν ἡσυχία, γιατί δέν ἤθελαν νά ἔχουν ἐπαφές μέ τόν κόσμο παρά μόνο μέ τό Θεό. Ὅταν προσευχόταν γονατιστός γιά ὧρες ἀτελείωτες, ἔπαιρνε δῶρα μοναδικά καί εὐχάριστα, ἐνῶ τηροῦσε τίς νηστεῖες τῆς ἐκκλησίας μέ ἀκρίβεια. Ἦταν ταπεινός καί ἀληθινός καί δέν ἤθελε διαφήμιση, γι’ αὐτό καί ἦταν στήν ἄσημη ἐνορία μας. Σέ πολλούς, μετά τήν κοίμησή του ἐμφανίζεται ζωντανός καί φωτεινός, γιατί εἶναι ἀθάνατος, πού, ἐνῶ φαίνεται ὅτι πέθανε καί εἶναι μέσα στόν τάφο, ἐξέρχεται ἀπό αὐτό λαμπερός καί ὁλόσωμος.
Στίς Διδαχές του ἔλεγε ἀκόμη ὅτι: «Τά θαύματα τοῦ Χριστοῦ πιστοποιοῦσαν τόν ἀληθινό λόγο Του, καί δόθηκαν γιά τή σωτηρία μας». Γιά τίς εἰκόνες ἔλεγε ὅτι: «Δέν ἀποτελοῦνται μόνο ἀπό χρώματα καί ξύλο, ἀλλά εἶναι βοηθητικές στήν πνευματική προαγωγή, ἀφοῦ ἡ τιμή σέ αὐτές διαβαίνει στό πρωτότυπο καί ἔχουν Χάρη». Γιά παράδειγμα, καθώς βλέπουμε ἐμεῖς τήν μορφή τοῦ π. Νικολάου, ἔρχονται στό νοῦ μας καί οἱ Διδαχές του καί ἡ ἀσκητική ζωή του. Μᾶς ἔλεγε ὅτι «Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐν δυνάμει Θυσιαστικός». Τήν ὥρα πού λειτουργοῦσε, ἦταν μετέωρος, προσκολλημένος στά ἐπουράνια, καί ἔβλεπε πολλά σημεῖα. Δέν συμμετεῖχε στά γήινα καί στά φθαρτά, ἦταν σέ ἄλλο πνευματικό ἐπίπεδο καί πετοῦσε. Εἶναι ἀδύνατο νά τό ἐκφράσεις μέ λόγια. Μόνο ὅσοι τό γνώρισαν μποροῦνε νά μέ κατανοήσουν. Ἀνῆκε σέ ἕνα εἶδος ἀνθρώπου, πού στίς μέρες μας εἶναι ὑπό ἐξαφάνιση. Εἶναι πολύ λίγοι οἱ ἀληθινοί καί καθαροί σάν τόν π. Νικόλαο. Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι κατέχονται ἀπό τή λογική μόνο καί ὄχι καί ἀπό τό πνεῦμα. Ἔλεγε γιά τόν Ἀδάμ ὅτι: «Διεχώρισε ἀπό τήν καρδιά τό νοῦ του, γι’ αὐτό καί ἔπεσε, γιατί ὁ νοῦς του πρίν ἦταν μέσα στήν καρδιά, ἐνῶ τώρα πού ἔπεσε, ἔγινε ὑψηλόφρων. «Ἔσπασε» ὁ νοῦς ἀπό τήν ἀγάπη, πού φωλιάζει στήν καρδιά, καί ἔτσι ἔγινε ἐξόριστος ἀπό τό Παράδεισο, ἡ Ἄνω Ἱερουσαλήμ εἶναι «χῶρος» ἀγάπης. Πρέπει νά ἐνεργεῖς καί νά ζεῖς μέ τήν καρδιά, δηλαδή μέ τήν ἀγάπη. Ὁ Χριστός ἦλθε, γιά νά τά ἐνώσει. Ὅταν διαχωρίζεται ὁ νοῦς ἀπό τήν καρδιά, κυριαρχεῖ μέσα σου τό δίκαιο τοῦ γήινου κόσμου καί χάνεις τήν ἀδαμιαία προπτωτική κατάσταση τοῦ Παραδείσου».
Ἔλεγε γιά τήν κάθοδο τοῦ Θεανθρώπου, ὅτι: «Μέ τήν νοερά προσευχή, θρονιάζεται μέσα στήν καρδιά ἡ μορφή τοῦ Χριστοῦ. Ἡ συνεχόμενη ἐξάσκηση τῆς νοερῆς προσευχῆς ἔχει σάν καρπό νά διακρίνεις μέσα στήν καρδιά τήν εἰκόνα τοῦ Σωτήρα. Ὁρισμένοι πού εἶναι ἀνεβασμένοι πνευματικά, ἔχουν κατευθεῖαν τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ, καί δέν χρειάζεται νά φτιάξουν μέσα τους τήν εἰκόνα. Μέ τή νοερά προσευχή πολλαπλασιάζεται ἡ πνευματικότητα καί σέ ὁδηγεῖ σέ ἄλλη κατάσταση, ὅπου κυριαρχεῖ ὁ νοητός καί αἰσθητός κόσμος. Ὅταν «κατεβάζεις» τό νοῦ στήν καρδιά, κατεβάζεις μία εἰκόνα, πού φέρνει τήν αἴσθηση, καί ἡ αἴσθηση φέρνει τήν ἀγάπη, ἀφοῦ ὁ Χριστός ἀγάπη ἐστί». Μᾶς μιλοῦσε συχνά γιά τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς, τόν φωτισμό τοῦ νοῦ καί τήν θέωση, κυρίως μέσα ἀπό τήν Εὐχή στόν Χριστό.
Μᾶς προέτρεπε νά ἔχουμε πλήρη ἐμπιστοσύνη στόν Θεό, γιατί αὐτός θά μᾶς καθοδηγήσει σέ κάθε τι ἅγιο καί εὐλογημένο, γιά νά βιώσουμε τά ἐπουράνια καί τά ἐπίγεια μυστήρια μέσα ἀπό τήν Οἰκονομία Του. Συγκεκριμένα μᾶς ἔλεγε: «Ἡ σκέψη μας, γιά νά εἶναι μόνιμα προσηλωμένη στό Θεό, πρέπει νά καταγινόμαστε, γιά νά ἀποκτήσουμε παράλληλα τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τά τελειότερα δημιουργήματά του, τούς ἀνθρώπους, τήν ἐγκράτεια καί τήν συνεχόμενη νοερά προσευχή. Ὅπως οἱ ἐπουράνιες δυνάμεις ὑμνοῦν ἀκαταύπαστα τόν Θεό μέ τήν προσευχή, ἔτσι καί ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι νά ἀκολουθοῦμε τήν ἀγγελική ζωή, γιά νά τούς πλησιάσουμε. Ἡ Εὐχή τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ αἰτία ὅλης τῆς ζωῆς, πού θέλει ὁ Χριστός καί γεννᾶ τήν ἀγαλλίαση, ἐνῶ ἐλευθερώνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τά πάθη του. Μέ τό ἄκουσμα τῆς εὐχῆς οἱ δαίμονες ταράσσονται ἐκεῖ, πού ἔχουν φωλιάσει, καί μέ τήν ἔνταση, πού τήν λέμε, τούς ἀπομακρύνει καί ἐλευθερώνει κάθε τόπο, πού εἶχαν κάνει κατοικητήριό τους. Ἡ προσευχή συναρπάζει τήν ὕπαρξή μας καί καρπός της εἶναι ἡ χαρά καί εὐφροσύνη. Ἀπό αὐτή τήν θεία μέθη τίποτα γήινο καί ὑλικό δέν σκλαβώνει τόν πνευματικό ἄνθρωπο, διότι ἡ Εὐχή εἶναι ἡ γραμμή, πού ὁριοθετεῖ τόν ὁρατό καί ἀόρατο κόσμο. Ἡ ἐπαναλαμβανόμενη Εὐχή τοῦ Ἰησοῦ, τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με!», μέ τόν καιρό θά κάνει τήν καρδιά μας πνευματικό θρόνο τοῦ Θεοῦ».
Ἐπίσης μᾶς ἔλεγε: «Ὅταν περπατᾶς ἤ κάθεσαι, ὅταν ἐργάζεσαι ἤ ταξιδεύεις ἤ κάνεις ὁ,τιδήποτε ἄλλο, λέγε συχνά καί μέ βία τήν Εὐχή τοῦ Χριστοῦ, γιατί ἡ βία αὐτή θά ἀποθήση τά πυρωμένα βέλη τοῦ ἀοράτου ἐχθροῦ. Ἀκόμη καί ἄν κοιμᾶσαι ἀπό τήν κούραση τῆς ἡμέρας, ἡ Εὐχή θά σέ ξυπνάη, ἀναβλύζοντας συνέχεια ἀπό τήν καρδιά σου. Πρέπει μέ πνευματική πέννα νά χαράξουμε στήν καρδιά μας τήν γαλήνια μορφή τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Πανάμωμης Μητέρας Του, καθώς καί τήν Εὐχή τοῦ Ἰησοῦ καί τῆς Παναγίας μας «Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς!».
Ὅπως στό μωρό δέν μποροῦμε νά δώσουμε στέρεη τροφή, ἀλλά γάλα στήν ἀρχή καί ἀργότερα κρέμα, ἔτσι καί μέ τήν Εὐχή, στήν ἀρχή θά τήν λέμε μέ τά χείλη και, ὅταν αὐτα γεμίσουν καί κουρασθοῦν, τότε θά τήν λές μόνο μέ τόν νοῦ, ὁ ὁποῖος γεννᾶ τήν προσευχή τῆς καρδιᾶς, πού εἶναι ἀδιάλειπτη. Ἡ προσευχή τῆς καρδιᾶς θά γίνει πηγή πνευματικοῦ ὕδατος, πού θά σέ κυκλώσει καί θά κολυμπᾶς μέσα σέ αὐτήν, ὅπως ἀναπτυχθήκαμε μέσα στήν μήτρα τῆς Μητέρας μας. Και, ὅταν ὁ νοῦς χορτάσει καί ἡ καρδιά πονέσει καί τρέξει αἷμα, κάνε μία παύση γιά ἀνατροφοδοσία καί χαλάρωση καί ρίχτο στό ψάλσιμο. Μετά, ὅταν ξεκουραστεῖς, πιάσε πάλι τήν καρδιακή Εὐχή, διότι αὐτή θά σέ ὁδηγήσει στήν σωτηρία, στήν αἰωνιότητα, καί στή θέωση καί θά σέ καταστήσει Θεοφόρο».
Γιά τά φρικτά πάθη τοῦ Χριστοῦ ἔλεγε ὅτι: «Τά ὑπέφερε γιά τήν σωτηρία μας, καί κανείς ἄλλος δέν μποροῦσε νά περάσει αὐτά τά πάθη. Μόνο ὁ Χριστός ὁ σεσωσμένος ἔκανε ὅλα αὐτά γιά τή σωτηρία μας, καί οἱ ἄνθρωποι προσπαθοῦμε νά σωθοῦμε μέσα ἀπό τήν δική Του θυσία. Ἡ Ἀνάσταση εἶναι τό ἀποκορύφωμα τῆς δωρεᾶς καί τῆς αἴσθησης τοῦ Λόγου, ὁ ὁποῖος ἔγινε ὁ ἀρχηγός τῆς Ἀνάστασης».
Τιμοῦσε ἰδιαίτερα τό Ἅγιο Φῶς, γιά τό ὁποῖο ἔλεγε ὅτι: «Εἶναι ἡ δύναμη πού μᾶς δίνει παρηγοριά. Τό ἄκτιστο Φῶς εἶναι στό νοητό καί στόν αἰσθητό χῶρο». Γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἔλεγε ὅτι «Εἶναι ἁπλή καί ἀποκτᾶται μέ βεβαιότητα καί σιγουριά, ἀλλά προϋποθέτει μεγάλη πίστη. Ὁ Χριστός ποιμήν φυλάει τό ποίμνιό του ἀπό τούς λύκους». Γιά τίς ἀσθένειες καί δοκιμασίες ἔλεγε ὅτι: «Εἶναι παιδαγωγικές». Γιά τό σῶμα ἔλεγε ὅτι: «Μετά τόν θάνατο διαχωρίζεται ἀπό τήν ψυχή. Ἡ καθαρή ψυχή λούζεται ἀπό τό Φῶς τῆς Θεότητος. Ἡ ψυχή ἔχει δύναμη θεότητος, θερμαίνει τό αἷμα καί ἔτσι λειτουργεῖ τό ἀνθρώπινο σῶμα, παίρνοντας δύναμη ἀπό αὐτήν. Μετά τόν θάνατο ἡ ψυχή εἶναι ἄυλη καί αἰώνια, μόνο τό σῶμα χάνεται προσωρινῶς».
Γιά τούς ἁγίους τῶν ἑπτανησίων ἔλεγε ὅτι: «Κέρδισαν τήν αἰωνιότητα ὡς σεσωσμένοι. Μᾶς προσφέρουν πίστη καί μᾶς ἐνισχύουν τήν ἀντίληψη τῆς ἀθανασίας καί τῆς αἰώνιας ζωῆς. Θεμελιώνουν μέ τήν πίστη τους τό θαῦμα τους. Ἡ συχνότητα εἶναι ἡ καρδιά πού σου μιλάει ὁ Χριστός».
Γιά τό Εὐαγγέλιο μᾶς δίδασκε ὅτι: «Εἶναι θεϊκό, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν ἁμαρτία τό ἀποφεύγει καί παραβαίνει τούς Νόμους του». Ἔλεγε ἀκόμη: «Ἡ σωτηρία μέ τόν Χριστό εἶναι εὔκολη, γιατί ἔχεις νά κάνεις μέ ἕνα ἐλεήμονα Θεό. Γι’ αὐτό ὁρισμένοι Ἅγιοι, πού δέν εἶχαν ἀπό τήν ἀρχή ὀρθή ζωή, μέ τή βοήθεια τοῦ Χριστοῦ ἀνέβηκαν πνευματικά. Ὁ Χριστός δέν εἶναι διφορούμενος, ἀλλά ξεκάθαρος. Ὁ Χριστός δέν εἶναι τρομοκρατία, ἀλλά σωτηρία. Ἡ ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι σέ θέση νά διώξει τήν ἀγάπη καί τή δωρεά τοῦ Θεοῦ». Αὐτά καί ἄλλα πολλά μᾶς δίδασκε. Νά ἔχουμε -ἀπό ἐκεῖ πού εἶναι στήν ἀληθινή ζωή- τήν ἁγία εὐχή του».
Ἡ κ. Μαρία Μ. ἀπό τό Αἴγιο μαρτυρεῖ τά κατωτέρω θαυμαστά γεγονότα γιά τόν π. Νικόλαο: «Τή γαλήνη, πού ἔνιωθα, ὅταν πηγαίναμε στόν π. Νικόλαο, τό χαμόγελό του, τήν εἰρήνη, πού σοῦ μετέδιδε, τήν ἁπλότητά του, τήν εἰλικρείνια, τήν ἀξιοπρέπειά του, τήν ἀρχοντιά του, τή σεμνή ἀγάπη, τήν παλλικαριά του, τήν καλοσύνη του σέ ὅλους, δέν τήν συνάντησα ἀλλοῦ, ὅσων χρονῶν κι ἄν εἶμαι.
Θυμᾶμαι τήν πρώτη φορά πού τόν εἶχα παρακαλέσει νά κάνει προσευχή γιά τό σύζυγό μου, μέ τόν ὁποῖο περνούσαμε κάποια κρίση. Ὄντως ἔκανε προσευχή καί κάπως μαλάκωσε.
Ἄλλη φορά σέ πνευματικό κύκλο, μᾶς μίλησε μετά ἀπό πολλά παρακάλια, διότι δέν μιλοῦσε εὔκολα, γιά τό Ἄκτιστο Φῶς, τό ὁποῖο εἶπε ὅτι εἶναι γαλάζιο καί καταλάβαμε ὅλοι ὅτι τό εἶχε δεῖ, γιατί φώτιζε ὅλη ἡ μορφή του. Φαινόταν ὅτι εἶχε βιώσει τήν ἐμπειρία αὐτή μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, ὅσο καί ἄν ἔκρυβε τήν ἀποκάλυψη αὐτή. Ἡ συγκίνηση καί ὁ τρόπος, μέ τόν ὁποῖο τό περιέγραφε, ἔδειχνε μέ σιγουριά αὐτά, πού τοῦ ἀποκάλυπτε ὁ Θεός. Μᾶς μιλοῦσε γιά κάποιον, πού τόν ἔλεγαν Οὐρανοδρόμο, καί ἦλθαν δύο Ἄγγελοι Κυρίου καί τόν ταξίδεψαν στόν Παράδεισο. Ἀργότερα ὅμως ἐπέστρεψε στή γῆ. Μᾶς τό ἔλεγε μέ τόση λεπτομέρεια καί συναίσθηση, πού καταλάβαμε ὅτι ὁ ἴδιος τά ζοῦσε αὐτά.
Ὅποτε εἴχαμε προβλήματα καί τοῦ τηλεφωνούσαμε, μᾶς ἔδινε θεόπνευστες συμβουλές καί περνοῦσε ἡ κάθε τρικυμία στήν οἰκογένειά μου. Ἀκόμη μοῦ ἔλεγε νά πάρω τίς φωτογραφίες τῶν παιδιῶν μου καί νά τῆς βάλω δίπλα ἀπό τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας μας καί νά τῆς πῶ: «Παναγία μου, ἀφήνω τά παιδιά μου στή δική Σου δύναμη, στή δική Σου χάρη, καί Ἐσύ ἄνοιξέ τους τό δρόμο, πού πρέπει νά βαδίσουν…». Καί πράγματι δέν ἔχασα καί σέ δύσκολες στιγμές ἡ Παναγία μέ στήριζε.
Μία φορά εἶχε ἔλθει στό Αἴγιο στήν κ. Ἀσπασία Τ. Χωρίς νά ἔχω μιλήσει μαζί του, γιά νά τοῦ ἐκμυστηρευτῶ ὅτι εἶχα κάποια στενοχώρια μέ τήν πεθερά μου, ξαφνικά μέ σιγουριά λέει στήν κ. Ἀσπασία: «Κάλασε τήν Μαρία νά ἔρθει ἐδῶ, γιατί εἶναι στενοχωρημένη, ἤ, ἄν δέν μπορεῖ νά ἔλθει, νά τῆς μιλήσω στό τηλέφωνο, γιά νά τήν στηρίξουμε». Ἐκείνη ὑπάκουσε καί μοῦ τηλεφώνησε. Ἐγώ δέν μπόρεσα νά πάω ἐκεῖ, καί τότε ἐκείνος ζήτησε τό τηλέφωνο καί μοῦ ἀποκάλυψε ὅλο τό διάλογο μέ τήν πεθερά μου, πού εἶχε γίνει τήν προηγούμενη μέρα καί μέ εἶχε βαρύνει. Μέ συμβούλευσε νά μήν κρατῶ μέσα μου τά στενόχωρα λόγια της, ἀλλά νά προσεύχομαι γιά ἐκείνην.
Ἄλλη φορά ὁ γιός μου, ὁ ὁποῖος ἦταν στήν ἐφηβεία, μετά ἀπό μία αὐστηρή παρατήρηση τοῦ πατέρα του, ἔφυγε καί πῆγε μόνος του σέ μία οἰκοδομή. Τηλεφώνησα στόν π. Νικόλαο, ὁ ὁποῖος μέ ἠρέμησε λέγοντας: «Τά παιδιά ἔχουν καπρίτσια, μήν στενοχωριέσαι, δέν εἶναι τίποτα αὐτά».
Ὅταν ἡ μητέρα μου ἦταν στά τελευταῖα της στήν Κρήτη, πηγαινοερχόμουν, γιά νά τήν φροντίζω. Ὁ σύζυγός μου πήγαινε συχνά στό Ἅγιο Ὄρος. Τόν καιρό ἐκεῖνο εἶχε κανονίσει ὁ σύζυγός μου νά πάει γιά προσκύνημα στόν Ἄθωνα, ἐγώ ὅμως ἔφερα ἀντιρρήσεις, γιατί ἀποροῦσα τί θά γίνει ἄν φύγει αὐτές τίς μέρες ἡ μητέρα μου, ἦταν μήνας Μάιος καί ποιός θά φύλαγε τά παιδιά ἐδῶ στό Αἴγιο. Τή λύση θά μοῦ τήν ἔδινε ὁ φωτισμένος Γέροντας Νικόλαος. Ἀφοῦ τοῦ ἐξήγησα τήν κατάσταση, μοῦ ἀπάντησε μέ σιγουριά καί εὐγένεια στήν ἀγωνία μου: «Νά πάει ὁ Νίκος στό Ἅγιο Ὄρος, δέν θά φύγει τώρα ἡ μητέρα σου, θά φύγει τόν ἑπόμενο μήνα, τόν Ἰούνιο. Στό Ἅγιο Ὄρος, ὅπου θά πάει, θά πεῖ στούς ἀσκητές Πατέρες, νά προσευχηθοῦν γιά τήν σωτηρία τῆς μητέρας σου Ἐλευθερίας». Καί ὄντως ἔτσι ἀκριβῶς ἔγινε.
Μοῦ εἶχε πεῖ γιά τόν πατέρα μου Ἀντώνιο λεπτομέρειες, γιά τό πόσο καλός ἦταν, σάν νά τόν γνώριζε, ἄν καί εἶχε κοιμηθεῖ πρίν ἀπό δύο ἔτη, καί ὅτι εἶχε βρεῖ ἀνάπαυση σέ καλό μέρος.
Τόν εἶχα δεῖ στόν ὕπνο μου λίγο μετά τήν πρώτη φορά πού τόν γνώρισα. Ὁ σύζυγός μου τήν περίοδο αὐτή δέν γνώριζε πολλά γιά τά πνευματικά, καί ἦλθε στόν ὕπνο μου ὁ Γέροντας Νικόλαος μέ στολή λαμπερή, κρατῶντας θυμιατό. Ἦταν πολύ χαρούμενος καί μπῆκε στό σπίτι, τό ὁποῖο θυμίασε παντοῦ καί τό εὐλόγησε μέ πολλή προσοχή καί τάξη. Τοῦ εἶπα τότε ἱκετευτικά «Πατέρα Νικόλαε, νά ἔρθει στό δρόμο τοῦ Θεοῦ καί ὁ σύζυγός μου». Καί ὄντως μέ τίς εὐχές του ἔτσι ἔγινε. Ἀπό τότε ὅλη ἡ οἰκογένειά μου καταπιάσθηκε μέ τά πνευματικά, εἰδικά ὅμως ὁ σύζυγός μου. Ἡ φωτεινή αὐτή μορφή, πού φανερώθηκε στό ὄνειρό μου, ἄν καί εἶχε ὅλα τά φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά καί τή φωνή τοῦ π. Νικολάου, μοῦ εἶπε στό τέλος ὅτι: «Εἶμαι ὁ ἅγιος Χαράλαμπος». Ἀπό ταπείνωση δέν ἤθελε νά γίνει γνωστός ὁ ἱερέας μας π. Νικόλαος.
Ὅποτε πάω, γιά νά κάνω προσευχή στό εἰκονοστάσι τοῦ σπιτιοῦ μου, ἔχουμε τοποθετήσει ἐδῶ καί χρόνια φωτογραφία μέ τήν μορφή του μέσα σέ αὐτό. Τόν παρακαλοῦμε καί μᾶς χαμογελᾶ καί μᾶς ἠρεμεῖ, δίνοντας σέ ἐμᾶς ἐλπίδα καί δύναμη. Μᾶς ἐμπνέει νά ἔχουμε ἐμπιστοσύνη στόν Θεό καί ἐλπίδα γιά τό καλλίτερο.
Μία ἄλλη φορά μέ τίς κυρίες Ἀθηνᾶ Μ. ἀπό τό Αἴγιο καί Ἀσπασία Τ. ἀπό τήν Πάτρα εἴχαμε πάει, γιά νά δοῦμε τόν ἀόμματο ἀσκητή ὁσιώτατο μοναχό Ἰσίδωρο ἀπό τή Μονή Φιλοθέου. Ὅταν τοῦ εἴπαμε γιά τίς πνευματικές ἀποκαλύψεις καί τά θαυμαστά πού ζήσαμε κοντά στόν π. Νικόλαο, μᾶς ἐμπιστεύθηκε ὅτι μεγάλωσαν μαζί καί σάν νέο τόν φιλοξενοῦσαν στό Σταγιοπούλειο Ἵδρυμα, τό ὁποῖο εἶναι πολύ κοντά στό πατρικό του σπίτι καί στό ἐργοστάσιο σαπουνοποιίας τοῦ πατέρα του. Μεταξύ τῶν ἄλλων μᾶς εἶπε: «Ὁ π. Νικόλαος εἶναι πολύ μεγάλο παλληκάρι τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἀπό μόνος του πολύ μεγάλος λειτουργός τοῦ Οὐρανοῦ».
Μιά ἄλλη φορά πηγαίναμε στό κελλί του στήν οἰκία του, στό προσευχητάριο τῆς Ἁγίας Σοφίας καί μᾶς ἔδειχνε τίς εἰκόνες καί τά φυλακτά πού εἶχε καί προσευχόταν. Ἀγαποῦσε ὅμως περισσότερο καί τιμοῦσε τήν Παναγία τήν Πορταΐτισσα, γιά τήν ὁποία διηγεῖτο ὧρες ἀτέλειωτες καί μέ μεγάλη χαρά καί εὐλάβεια γιά τά θαυμάσια στή Μονή Ἰβήρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Αἰσθάνομαι μεγάλη εὐγνωμοσύνη μαζί μέ ὅλους τους οἰκείους μου, πού τόν γνώρισα. Δέν ἔχω ξαναγνωρίσει τέτοιον ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, καί μάλιστα ἄξιο λειτουργό του καί πιστό παλληκάρι τοῦ Χριστοῦ. Ἄν καί πολεμήθηκε καί «χτυπήθηκε» πολύ ἀπό τό σκοτάδι, ἐντούτοις ἡ μνήμη του θά μένει ἀγέραστη καί αἰώνια».
Σημαντικὴ εἶναι καί ἡ μαρτυρία τῆς καθηγούμενης τῆς Ἱ. Μονῆς Γενεσίου Θεοτόκου Ντάρδιζα Ἀττικῆς, Μοναχῆς Ἀγαθαγγέλης Κουρκουνάκη, ἀναδόχου τοῦ π. Νικολάου Πέττα.
Τὸ 1941-42 ἐνῶ βρισκόμουν στόν Ἱ. Ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πάτρων, μαζί μέ δυό πιστές κοπέλες πού συνδεόμασταν μεταξύ μας, λόγω τοῦ ὅτι εἴχαμε τόν ἴδιο πνευματικό ὅσιο ἀρχιμ. Γερβάσιο Παρασκευόπουλο, βαφτίσαμε τόν Νικόλαο – Ἐμμανουὴλ Ἀ. Πέττα. Ἐν παρενθέσει ἀναφέρω ὅτι βρέθηκα στήν Πάτρα ἐπί Κατοχῆς, διότι, ἐνῶ βρισκόμουν γιά προσκύνημα στίς Μονές τῶν Καλαβρύτων μέ τόν ἱερομάρτυρα ἀδελφό μου ἀρχιμ. Ἀγαθάγγελο, τόν συνέλαβαν ἄθεοι ἀντάρτες μέ ἕναν ἀνθυπαστυνόμο καί τόν κατακρεούργησαν χωρίς αἰτία.
Οἱ δυὸ ἄλλες πνευματικές μου ἀδελφές, οἱ ὁποῖες ἐνδύθηκαν κατόπιν τό ἀγγελικό σχῆμα, εἶναι ἡ Εὐαγγέλια Λημιάτη καί ἡ Ἱερουσαλὴμ Ἀδαμοπούλου. Γνωρίζαμε τόν ἀείμνηστο σαπουνά Ἀνδρέα Ν. Πέττα καί τήν εὐλαβέστατη σύζυγό του Σοφία. Ἀφοῦ ζητήσαμε ἐπιμόνως νά τούς βαπτίσουμε τόν νεογέννητο γιό τους, μᾶς βεβαίωσαν ὅτι θά γίνει. Στήν παλιά ἐποχή ὑπήρχε τό ἔθιμο, ὅταν ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ πού θά βαπτιζόταν ἦταν πλούσιος, ὅπως ὁ κ. Ἀνδρέας Πέττας, τήν ὥρα πού θά τελοῦσε ὁ ἱερέας τίς τρεῖς καταδύσεις καί ἀναδύσεις, νά εἶναι ἔξω ἀπό τό Ναό καί νά πηγαίνουν τά παιδιά νά τοῦ ἀναγγείλουν τό ὄνομα γιά νά τούς δώσει λίρες ἢ ἄλλα νομίσματα, ἐπειδή γινόντουσαν οἱ κομιστές τοῦ εὐχάριστου γεγονότος τῆς ὀνοματοδοσίας. Ἐμεῖς οἱ τρεῖς νονές, ὅταν εἴδαμε τό λάδι νά σχηματίζει τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ πάνω στό νερό, θέλαμε νά τοῦ δώσουμε τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, δηλ. Ἐμμανουήλ, γιατί εἴπαμε μέ τόν ἱερέα καί τήν κ. Σοφία ὅτι τό παιδί αὐτό θά γίνει κληρικός καί θά ἁγιάσει. Ὅμως, ὁ ἀείμνηστος Ἀνδρέας, ὅταν τοῦ εἶπαν τό ὄνομα πού τοῦ δώσαμε ἐμεῖς, Ἐμμανουήλ, ὀργίστηκε καί μπῆκε στό Ναό μέ θυμό καί ἀπέτισε ἀπό τόν ἱερέα νά δώσει καί τό ὄνομα Νικόλαος, γιατί ἔτσι λεγόταν ὁ πατέρας του. Γιά τόν λόγο αὐτό εἶχε δύο ὀνόματα τό βαφτιστήρι μας.
Ὅταν μεγάλωσε καί παντρεύτηκε τήν εὐλαβέστατη Ἀνθῆ, γιά ἱκανό διάστημα μία οὐράνια κλήση τόν πρόσταζε νά γίνει κληρικός. Ἦρθε μᾶς βρῆκε καί μᾶς ὁμολόγησε μέ πολύ ταπείνωση ὅλα αὐτά. Ἀφοῦ τοῦ δώσαμε τήν εὐχή μας νά γίνει κληρικός, μᾶς ἔβαλε ἐδαφιαία μετάνοια καί μᾶς φίλησε τά χέρια. Ἐπέστρεψε στήν Πάτρα καί χειροτονήθηκε.
Ὡς κληρικὸς μαθαίναμε ἀπό τήν Πάτρα ὅτι ἦταν ὑπόδειγμα. Κάθε φορά πού τοῦ δινόταν ἡ εὐκαιρία νά μᾶς ἐπισκεφθεῖ δέν χορταίναμε νά τόν ζοῦμε σάν λειτουργό καί σάν πνευματικό σύμβουλο. Ὅταν χειροτονήθηκε κι ὁ γιός του, π. Νεκτάριος, συγκινούμασταν νά βλέπουμε πατέρα καί υἱό στό ἴδιο θυσιαστήριο.
Γενικά τό βαφτιστήρι μας π. Νικόλαος εἶχε βαθεία πνευματικότητα. Ἔπρεπε νά τόν ζήσεις γιά νά τόν καταλάβεις καί νά κατέχεις τά πνευματικά κλειδιά γιά νά τοῦ ἀνοίξεις τήν πεντακάθαρη καρδία του.
Ὁρισμένοι τόν θεωρούσαν σάν τρελλό. «Διά Χριστόν Σαλόν» θά λέγαμε καλύτερα. Ἀλλά καί πάλι, ἄλλη εἶναι αὐτή ἡ χορεία τῶν αγίων «τῶν διά Χριστόν Σαλών» ὅπως ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας ὁ διά Χριστόν Σαλός. Ὁ π. Νικόλαος δέν ἦταν διά Χριστόν σαλός μέ τό νόημα αὐτό, ἀλλά κοσμοκαλόγερος ἀσκητής. Ἡ βαθιά ἀσκητικότητά του φαινόταν ὑπερβολική σέ κληρικούς καί λαϊκούς, ἀκόμα καί σέ μοναχούς. Γιατί οἱ ἄνθρωποι αὐτοί φρονοῦσαν πώς κάποτε ἔζησαν ἅγιοι. Δέν ἤξεραν ὅτι οἱ Ἅγιοι θά ζοῦν πάντα ἀνάμεσά μας, τίς περισσότερες ὅμως φορές ἄγνωστοι, ὅπως ἄγνωστος ἦταν καί ὁ Χριστός καί σ’ αὐτούς τούς μαθητές Ἀποστόλους Του. Δέν ἤξεραν ὅτι οἱ ἅγιοι ζοῦν κοντά μας καί καλύπτονται προσεκτικά κάτω ἀπό μία σαλότητα ἢ μία δῆθεν ἐπιπολαιότητα. Κανένας ἅγιος δέν σάλπισε ὅτι εἶναι ἅγιος, τό ἀντίθετο κρυβόταν. Ὅλοι οἱ ἅγιοι ἤξεραν νά κρύβονται. Ἔργο δικό τους ἦταν νά κρύβονται. Ἔργο τοῦ Θεοῦ ἦταν νά τούς φανερώνει.
Ἔτσι καί στόν Ἠγιασμένο π. Νικόλαο. Ἀν καί κάποιοι τόν εἶχαν γιά τρελλό καί αὐτοί ἦταν ἐκεῖνοι πού δέν γνώρισαν τόν Θεό ἢ αυτοί ποῦ γνώρισαν τόν π. Νικόλαο ἐξ ἀποστάσεως καί ἐξ ἀκοῆς, ὅμως ἕνας ὁλόκληρος λαός τόν τιμοῦσε. Πολλοί τόν προσκυνοῦσαν σάν ζωντανό ἅγιο. Πολλοί ἄλλοι ἐνῶ κάθονταν ἀπέναντί του, μέσα τους ἔκαναν τήν προσευχή τους καί γνώριζαν τά αἰτήματά τους στόν Θεὸ – ἐνῶ πίστευαν – ὅτι θά πραγματοποηθῆ ὅ,τι ζητοῦν. Ἐπειδή ἀντί ἐμπρός σέ εἰκόνα, προσεύχονταν ἐμπρός στόν ἴδιο τόν ζωντανό ἅγιο λευίτη. Στό πρόσωπο τοῦ Γέροντα Νικολάου ὁ λαός τοῦ Θεοῦ προσκυνεῖ τούς εὐλαβεῖς ἱερεῖς ὅλων τῶν αἰώνων, ὅσους περιμένοντας τήν γλυκειά ἐλπίδα τῆς Ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν, πέθαναν γιά νά ζήσουν αἰωνίως. Μ’ αὐτήν τήν ἐλπίδα καί τό βαφτιστήρι μας στήν ἀλλαγή τῆς χιλιετηρίδας πέταξε στούς οὐρανούς, γιά νά λειτουργεῖ ἀπό ἐκεῖ καί νά πρεσβεύει γιά ἐμᾶς.
Στήν νεόδμητη Μονή μας τόν ἔχουμε καταγράψει στούς εὐεργέτες της γιά ὅ,τι μάς εἶχε προσφέρει. Εὐτυχῶς, τήν ἱερατική του στολή πού φοροῦσε στήν Θ. Λειτουργία τήν τελευταία φορά στήν Μονή μας, τέλη τοῦ 1999, τήν κράτησα ὡς εὐλογία καί τώρα τήν ἔχουμε τοποθετήσει μαζί μέ τήν φωτογραφία του στό κειμηλιαρχεῖο τῆς Μονῆς.
Πολλά ἀκόμα θά μπορούσαμε νά ὁμολογήσουμε γι’ αὐτό τό βαφτιστήρι μας τόν π. Νικόλαο, πού ξεχώριζε ἀπό τά πολλά ποὺ ἔχουμε κάνει…, ἀλλά πολλά θαυμαστά γιά ἐκείνον θά τά μαρτυρήσει ὁ ἴδιος ὁ Οὐρανός πρός δόξα τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ. Γένοιτο!
π. Νικόλαος Πέττας: 4η Σειρά ἀπό Μαρτυρίες
Ἐπιλογή ὑλικοῦ καί εἰσαγωγή ἀφιερώματος: τοῦ ὑπεύθυνου τῆς ἱστοσελίδας κ. Φωτίου Ἀρ. Δημητρακοπούλου, καθηγητοῦ Βυζαντινῆς Φιλολογίας στό Τμῆμα Φιλολογίας τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.
Πολλές μαρτυρίες καταθέτει ἡ κ. Ἀθηνᾶ Μ. ἀπό τίς Καμάρες τοῦ Αἰγίου. Ἐδώ ἀναφέρονται ἐνδεικτικά κάποιες: «Σέ κάποια στιγμή, ὅταν ζοῦσε ὁ π. Νικόλαος, μοῦ εἶχε πεῖ: «Δύο βροντᾶνε καί ἕνας ἀκούει». Ὅταν ἔχασα τήν ἀδελφή μου Μαρία καί πήγαινα μέ ἕνα ταξί στήν Ἀθήνα γιά τήν ἐξόδιο ἀκολουθία, ἔπεσε στό ταξί ἕνα φωτεινό ἀντικείμενο δίπλα στήν θέση μου μέ βρόντο. Σταμάτησε ὁ ὁδηγός, γιά νά ἐλέγξει τί εἶναι, ὅμως δέν ἦταν τίποτα. Και, ἐνῶ ἔκλαιγα πολύ, μετά ἀπό αὐτό θυμήθηκα τά προφητικά λόγια του π. Νικολάου καί ἑρμήνευσα τόν ἄγνωστο χτύπο σάν παρουσία τῆς ψυχῆς τῆς ἀδελφῆς μου. Ἔτσι ἠρέμησα.
Μία ἄλλη φορά θά πήγαινα στό σπίτι του ἐπίσκεψη καί ἤθελα νά τοῦ πάω κάτι γιά εὐχαρίστηση. Εἶχα βράσει τήν ἡμέρα ἐκείνη χόρτα, δέν ἤξερα ὅμως τί εἴδους ἦταν. Ὅμως ντράπηκα νά τοῦ πάω αὐτά. Ὅταν μέ εἶδε ὁ π. Νικόλαος, μοῦ εἶπε: «Πόσο θά ἤθελα νά φάω σήμερα λίγα ζοχά!». Τότε ἀπόρησα μέ τήν διορατική του σκέψη. Ὅταν ἐπέστρεψα στό σπίτι μου, ρώτησα μία θεία μου τί χόρτα ἦταν αὐτά καί μοῦ εἶπε ζοχά. Μοῦ εἶχε πεῖ ἀκόμα ὅτι θά ὑπηρετήσω τήν θεία μου ἐγώ, παρ’ ὅλο πού ἔχει καί ἄλλους συγγενεῖς. Καί ὄντως ἔτσι ἔγινε ἀργότερα.
Τήν ἑορτή τοῦ Δεκαπενταύγουστου, πού γιόρταζε ἡ κόρη μου, ἡ Παναγιώτα, καί εἴχαμε πολλές ἐπισκέψεις, πέρασαν τά πεθερικά μου καί δέν μᾶς χαιρέτισαν, ἰδιαίτερα ἡ πεθερά μου πέρασε μέ κάποιο ἀέρα. Χωρίς νά τό πῶ πουθενά τό παράπονό μου, μετά ἀπό λίγες ἡμέρες, ὅταν μίλησα μέ τόν π. Νικόλαο, πετάχθηκε καί μοῦ λέει: «Εἶδες μέ πόσο ἀέρα πέρασε ἡ πεθερά σου!»
Ἄλλη φορά ἤθελα νά πάω μία ἐπίσκεψη, πού ἦταν περιττή. Πρίν φύγω, τηλεφώνησα στόν π. Νικόλαο, γιά νά πάρω τήν εὐχή του καί μοῦ λέει μέ αὐστηρότητα: «Δέν ἔχεις τέσσερα μικρά παιδιά καί σύζυγο νά κοιτάξεις; Ποῦ θές νά πᾶς;». Καί ἔτσι ἦλθα σέ συναίσθηση καί ἔμεινα στήν οἰκογένειά μου.
Μία φορά ἤθελα νά πάω μέ τή συγχωρεμένη ἀδερφή μου Μαρία στήν θάλασσα. Καί μοῦ λέει στό τηλέφωνο: «Ἄστο τό μπάνιο γιά ἄλλη φορά. Θά σηκώσει σήμερα μεγάλα κύματα». Ἐγώ, πού ἤξερα τή διόρασή του, τόν ἄκουσα καί δέν πῆγα. Ἡ ἀδελφή μου ὅμως πού πῆγε, ἐπέστρεψε, γιατί εἶχε πολλά κύματα.
Πολλές φορές πού σκεφτόμουν κάτι, ἐκεῖνος τό γνώριζε. Μία φορά ἀναρωτιόμουν ἄν πρέπει νά προσεύχομαι στήν κουζίνα, ὅταν μαγειρεύω. Καί μέ παίρνει τηλέφωνο ἐκείνη τή στιγμή καί μοῦ λέει: «Ἡ κουζίνα εἶναι τό βασίλειο τῆς γυναίκας καί μποροῦμε νά προσευχόμαστε καί ἐκεῖ. Ἡ προσευχή εἶναι συνομιλία μέ τόν Θεό».
Τήν τελευταία φορά πού τόν εἴδαμε, ἦταν ἡ ἑπόμενη ἡμέρα τῆς ἑορτῆς του, στίς 7 Δεκεμβρίου. Μέ κάποιες πνευματικές ἀδελφές ἀπό Αἴγιο, τήν Ἀσπασία Σ., τήν Ἑλένη καί τήν Χριστίνα Σ. ἀπό τήν Πάτρα ἀποφασίσαμε νά τόν ἐπισκεφθοῦμε. Εἴπαμε νά τοῦ πᾶμε ἕναν δῶρο ἀπό κοινοῦ. Τελικά ἀποφασίσαμε νά συγκεντρώσουμε ἕνα χρηματικό ποσό σέ ἕνα φάκελο. Ἐκεῖνος δέν τό δέχτηκε μέ τίποτα, ἀλλά μᾶς εὐχαρίστησε πολύ γιά τήν καλοσύνη μας καί μᾶς εἶπε νά τόν θυμόμαστε. Τότε ρίξαμε στό κουτί τοῦ Φιλόπτωχου τόν φάκελο. Καί μᾶς λέει διορατικά: «Μία δέν εἶχε ἀπορρυπαντικό, γιά νά βάλει στό πλυντήριο, καί πῆρε κρυφά ἀπό τή θεία της, καί τώρα θέλει νά κάνει ἐλεημοσύνη!». Καί πράγματι ἐγώ τήν προηγούμενη μέρα δέν εἶχα ἀπορρυπαντικό, καί πῆρα μυστικά ἀπό τή θεία μου.
Ἐπίσης τήν ἴδια ἡμέρα ὅτι ὁ π. Νικόλαος ἦταν κουρασμένος καί θέλαμε κάτι νά μᾶς δώσει γιά ἐνθύμιο, γιατί διαισθανθήκαμε μέ θλίψη ὅτι μᾶς ἀντίκριζε γιά τελευταία φορά. Κοιτούσαμε γύρω-γύρω στό Ναό καί ἐκεῖνος διάβασε τίς σκέψεις μας καί μᾶς λέει: «Ἔχω νά σᾶς δώσω πολύ Φῶς!». Καί λέω: «Πῶς θά τό πάρουμε, ἀφοῦ δέν ἔχουμε αὐτοκίνητο;», νομίζοντας ὅτι θά μᾶς δώσει φλόγα ἀπό τό Ἅγιο Φῶς ἀπό τά Ἱεροσόλυμα. Καί μᾶς δείχνει τήν χούφτα του, ἐνώνοντας καί τίς δύο ἅγιες παλάμες του. Ὅταν κοιμήθηκε μετά ἀπό λίγες μέρες, πῆρα κοντά μου ἕνα κομποσκοίνι καί ἕναν σταυρό ἀπό τά Ἱεροσόλυμα καί τά ἔβαλα στήν χούφτα του, καί θαυματουργικά τά ἔκλεισε μέσα του γιά λίγο, γιά νά τά εὐλογήσει. Τότε συνειδητοποίησα τί ἐννοοῦσε.
Τήν ὥρα τῆς ταφῆς, πέταξα ἐπάνω στό ἅγιο σκήνωμά του μία εἰκόνα τοῦ ὁσίου Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ, πού τιμοῦσε ἰδιαιτέρως. Μετά ἀπό λίγες ἡμέρες ἡ γνωστή μου κ. Ἀσπασία Τ. ἀπό τό Αἴγιο εἶδε στό ὄνειρό της τόν π. Νικόλαο φωτεινό νά κρατᾶ στήν ἀγκαλιά του μία εἰκόνα τοῦ ὁσίου Σεραφείμ, ἀπό τήν ὁποία ἔβγαινε Φῶς καί τῆς λέει: «Κοίτα τί δύναμη καί εὐλογία ἔχει ἡ εἰκόνα τοῦ ὁσίου Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ. Αὐτόν νά παρακαλᾶς!».
Λίγες μέρες πρίν κοιμηθεῖ, ὁ π. Νικόλαος μοῦ εἶπε ὅτι συνάντησε τόν καθηγητή πού ἔκανε φροντιστήριο στήν κόρη του Ζωή και, πρίν ἀκόμη χαιρετηθοῦν τοῦ εἶπε: «Μοῦ χρωστᾶς τά χρήματα αὐτοῦ τοῦ μήνα». Καί γελώντας μοῦ λέει ὅτι τοῦ ἔδωσε μία ξυλιά. Κατάλαβα ὅτι αὐτό ἔχει ἀλληγορική σημασία καί θά τό συναντήσω μπροστά μου. Μετά ἀπό λίγο καιρό, πού κοιμήθηκαν κοντά-κοντά ὁ π. Νικόλαος καί ἡ ἀδελφή μου Μαρία, κανείς γνωστός δέν μοῦ συμπαραστάθηκε. Ἔχω καί ἐγώ κόρη Ζωή καί κάποια στιγμή συναντῶ τόν καθηγητή, πού τῆς ἔκανε ἰδιαίτερα μαθήματα, μέ τόν ὁποῖο ἤμασταν συμμαθητές. Ἔλπιζα ὅτι θά μέ συλλυπηθεῖ γιά τήν ἀδελφή μου καί θά μοῦ πεῖ λόγο παρηγοριᾶς. Ἀλλά αὐτός ὅταν μέ εἶδε, ἐνῶ ἤξερε τά συμβάντα, μοῦ λέει ἀμέσως: «Ξέχασες νά πληρώσεις τά δίδακτρα τῆς Ζωῆς!». Τότε θυμήθηκα τί ἐννοοῦσε μέ αὐτά τά λόγια ὁ π. Νικόλαος, σάν νά μοῦ ἔλεγε τί γνωστούς ἔχεις!
Σέ μία γνωστή μου γαλλίδα, πού μένει στό Λαμπίρι τοῦ Αἰγίου, τήν ὁποία βαπτίσαμε Χριστίνα, τῆς μιλοῦσε πολύ καλά γαλλικά καί τῆς εἶπε ὅτι θά ξαναπάει στή Γαλλία καί θά ἐπιστρέψει πάλι ἐδῶ. Στήν περιοχή μάλιστα θά ἀνοίξει ἑστιατόριο, πρᾶγμα πού ἔγινε. Τελευταῖα μοῦ ἔλεγε ὅτι τά δεινά, πού ζοῦμε, τῆς τά εἶχε προείπει ὁ π. Νικόλαος μέ κάθε λεπτομέρεια καί τῆς εἶπε: «Νά πάρετε κανένα χωραφάκι νά φυτεύετε κάτι, γιά νά ἔχετε νά τρῶτε στά δύσκολα χρόνια, πού ἔρχονται».
Σέ ἕναν γνωστό μου ἀστυνομικό ἀπό τήν Πάτρα, ὀνόματι Γιῶργο Λ., εἶχε πεῖ κάποια στιγμή πού πήγαιναν μαζί στό Αἴγιο μέ τό αὐτοκίνητό του: «Γιῶργο, πρίν ξεκινήσουμε νά πάρεις κοντά σου ἕνα μπουκάλι νερό, γιατί θά χρειαστεῖ σέ μεγάλη ἀνάγκη καθ’ ὁδόν». Ὁ κ. Γιῶργος τόν ἄκουσε καί ἀκολούθησαν τή διαδρομή, πού ὑπέδειξε ὁ π. Νικόλαος. Σέ αὐτό τό δρόμο εἶχε γίνει πρίν ἀπό λίγο ἕνα ἀτύχημα μέ ἕνα μηχανάκι. Ἕνας νέος ἔπεσε ἀπό τή μηχανή καί τραυματίσθηκε σοβαρά. Ζητοῦσε ὅμως νερό, γιά νά συνέλθει ἀπό τό σόκ, καί ἔτσι τοῦ ἔδωσαν αὐτό, πού εἶχαν πάρει πρίν ἀπό λίγο, καί θυμήθηκε ὁ κ. Γιῶργος τά προφητικά του λόγια.
Εἶχε διαγνώσει τό χαμό τῆς ἀδελφῆς μου καί μοῦ ἔλεγε λεπτομέρειες γι’ αὐτό τό γεγονός μέ σκυθρωπό ὕφος. Στό τέλος μοῦ εἶπε ταπεινά: «Ἐλπίζω νά σέ βοήθησα μέ αὐτά πού σου εἶπα. Ἐγώ δέν θυμᾶμαι τί σοῦ εἶπα, ἀλλά μήν τά ξεχάσεις».
Τό Σεπτέμβριο τοῦ 2011 εἶδα στό ὄνειρό μου ὅτι πῆρα πολύ ἁγιασμό, τόν ὁποῖο ἐτέλεσε ὁ π. Νικόλαος, ὁ ὁποῖος ἐμφανίσθηκε λουσμένος μέσα σέ ἔντονο φῶς μετά Θεία Λειτουργία. Ὅταν πῆρα τόν ἁγιασμό, μοῦ εἶπε: «Ἐσύ πῆρες πολύ ἁγιασμό, ἀλλά ἐσύ γιά τήν Ἐκκλησία τί θά κάνεις;». Καί ὅταν ξύπνησα ἔνιωσα ἀπέραντη γαλήνη, δοξάζοντας τό Θεό γι’ αὐτό πού εἶδα».
Ὁ δάσκαλος κ. Διαμαντής Κ. ἀπό τό Αἴγιο ἀναφέρει σχετικά μέ τό Γέροντα:
«Τόν π. Νικόλαο Πέττα τόν γνώρισα 1-2 χρόνια πρίν κοιμηθεῖ. Μοῦ τόν σύστησε κάποιος γνωστός μου, λέγοντάς μου: «Πᾶμε νά γνωρίσεις ἕνα πνευματικό διαμάντι». Πήγαμε μαζί στήν Πάτρα καί τόν γνώρισα. Ἡ πίστη του ξεχώριζε ἀμέσως ἀπό τήν ὅλη διακόσμηση τοῦ σπιτιοῦ του καί τά λόγια του, τήν ὅλη ἐμφάνισή του. Βλέποντας καί ἀκούγοντάς τον, ἀποροῦσα τί χάρισμα θά μποροῦσε νά ἔχει ἕνας ἁπλός ἱερέας. Ὅταν ἔφευγα, μοῦ εἶπε: «Μήν ἀμφιβάλλεις! Καί νά ἔχεις πίστη! Ἡ πίστη σου εἶναι ψυχρή». Μοῦ ἔκανε μία πνευματική ἀκτινογραφία. Τόν εἶδα 3-4 φορές ἀκόμα μέχρι νά κοιμηθεῖ.
Μία ἄλλη φορά μοῦ εἶπε ὅτι σέ λίγο θά μοῦ ζητήσουν τά παιδιά μου μηχανάκι (τό ὁποῖο καί ἔγινε), ἀλλά μέ προειδοποίησε: «Μή τούς πάρεις!». Ἴσως διέβλεπε κάποιο κίνδυνο.
Κάποτε μοῦ εἶπε μία ἀξιόλογη διήγηση, δέν ξέρω ἄν ἀφορᾶ σέ αὐτόν ἤ σέ ἄλλον ἱερέα, γιατί ἀπό ταπείνωση κρυβόταν. Εἶναι πολύ ὠφέλιμη.
Μία σύζυγος ἀπατοῦσε συνεχῶς τόν ἄνδρα της. Ἔφευγε ἀπό τό σπίτι καί ἐπέστρεφε, ὅποτε ἤθελε. Αὐτός μάλωνε μαζί της καί τῆς φώναζε. Πῆγε κάποτε σέ ἕνα ἱερέα καί ἐξομολογήθηκε τό πρόβλημά του. Ὁ ἱερέας τόν συμβούλεψε: «Νά μή τήν μαλώνεις, ἀλλά κάθε φορά πού θά φεύγει ἀπό τό σπίτι σου, θά πέφτεις στά γόνατα καί θά λές: Θεέ μου, σῶσε τή γυναίκα μου!». Ἔτσι καί ἔκανε. Δέν τῆς ἔλεγε τίποτε πλέον. Περνώντας ὁ καιρός, ἡ γυναίκα του ἄρχισε νά ὑποψιάζεται ὅτι κάτι συμβαίνει μέ τόν ἄντρα της. Γιατί δέν τή μαλώνει πιά; Ἤθελε νά μάθει τί γίνεται κάθε φορά πού φεύγει ἀπό τό σπίτι της. Γι’ αὐτό μία φορά ἀφοῦ ἔφυγε, ἐκεῖνος περίμενε λίγη ὥρα καί μπῆκε ἀπό τήν πίσω πόρτα. Προχώρησε κρυφά καί εἶδε τόν ἄντρα της γονατιστό στά εἰκονίσματα νά λέει: «Παναγία μου, σῶσε τή γυναίκα μου». Βλέποντάς τον ἔτσι συνετρίβη καί τοῦ εἶπε: «Μέχρι ἐδῶ ἦταν, τελείωσαν ὅλα». Ἀπό τότε ἔζησε πιστά μέ τό σύζυγό της».
Μαρτυρία Βασιλικῆς Δ. κατοίκου Πατρῶν: «Τό σημειοφόρο π. Νικόλαο Πέττα τόν γνώρισα ἀπό ἕνα στρατιωτικό, τόν ἀείμνηστο Κωνσταντῖνο Στάμο, ὁ ὁποῖος μοῦ εἶπε: «Πᾶμε νά γνωρίσεις ἕνα μεγάλο ἀγωνιστή τοῦ Χριστοῦ». Τήν πρώτη φορά πού τόν συνάντησα, ἦταν ἡ ἐποχή πού πήγαμε νά κατοικήσουμε στό νέο μας σπίτι, καί ἔβρισκα λάδια στήν πόρτα μου. Ὁ Γέροντας Νικόλαος μοῦ λέει διορατικά καί χωρίς νά ξέρει τίποτα ἀπό τά παραπάνω μέ φυσικότητα: «Τί φοβᾶσαι, Βασιλική μου, γιά τά λάδια, πού βρίσκεις στήν πόρτα τοῦ νέου σπιτιοῦ σου, ἀφοῦ ἐσύ ἐπικαλεῖσαι τούς μεγάλους ἁγίους, τόν Ἅγιο Νεκτάριο, τόν Ἅγιο Νικόλαο καί τόν Ὅσιο Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ». Καί πράγματι ἔτσι εἶναι, αὐτούς τούς Ἁγίους παρακαλοῦσα. Κοιταγόμασταν στά μάτια μέ ἔκπληξη πολλή μέ τόν ἀείμνηστο Κωνσταντῖνο. Τό συζήτησα μέ τό σύζυγό μου καί τό γιό μου καί μοῦ εἶπαν ὅτι εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ καί «βλέπει» πολλά, ὅπως ἔλεγαν ἀρκετοί.
Ἔλεγε γιά τό σύζυγό μου: «Ἔχει πολλά βάσανα, ὁ Θεός σέ ἀγαπάει». Ἔκλινε τά μάτια του στό Ἀσκητήριό του καί μοῦ ἔλεγε: «Πῶ-πῶ, Βασιλικούλα, τί εἶναι ὁ Παράδεισος, πόσο ὡραῖα θά εἶναι ἐκεῖ νά εἴμαστε ὅλοι μαζί, πόσο ποθῶ τή γλυκύτητα τοῦ Παραδείσου, νά γευτοῦμε τήν οὐράνια τροφή, πού εἶναι ἐκεῖ, νά ὑμνοῦμε τόν Τριαδικό Θεό μας …». Ἦταν Ἅγιος. Ἔχω φωτογραφία του καί προσεύχομαι σέ ἐκεῖνο. Τόν διεβάλαν ὁρισμένοι ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας. Μάλιστα μοῦ εἶπε κάποια φορά: «Ἐμένα, Βασιλικούλα μου, δέν μέ ἀφήνουν νά λειτουργῶ καί νά κηρύττω, μέ ἔχουν γιά ἀφηρημένο οἱ συνάδελφοι, ἀλλά που νά ἤξεραν, ἄχ, ἄχ…». Τοῦ δημιουργοῦσαν πολλές παγίδες καί ὁλόκληρες σκευωρίες. Κάποτε τοῦ πετάξαν τό θυμιατό, γιά νά τοῦ προκαλέσουν πρόβλημα, καί τόν κατήγγειλαν στή Μητρόπολη, λέγοντας ὅτι πρέπει νά τοῦ ἀπαγορεύσουν νά λειτουργεῖ καί ὅτι δέν μπορεῖ νά λειτουργήσει. Τοῦ ἔκαναν πολλά μέ ἀδικαιολόγητη ἐμπάθεια. Ἦταν ἅγιος ἐν ζωῇ, πετοῦσε στόν οὐρανό συνέχεια. Ἡ ὅλη ζωή του σέ αὐτόν τόν κόσμο θύμιζε τόν ὅσιο Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ καί τόν ἅγιο Νικόλαο Πλανᾶ. Ὁ ἱεραποστολικός του ζῆλος παρέπεμπε στούς Ἁγίους Ἑβδομήκοντα Ἀποστόλους, στή σύναξη τῶν ὁποίων ἐκοιμήθη. Εἶχε ἀγάπη γιά τούς Ἁγίους καί τό Ἅγιο Ὄρος.
Ὅταν κοιμήθηκε, τόν ξενύχτησα στό Ναό τοῦ Ἁγίου Βασιλείου. Ὁ κόσμος τόν τιμοῦσε ὡς Ὅσιο καί τό σκήνωμά του ἦταν σάν ὁσίου. Μάλιστα τόν νιώθαμε νά ἀναπνέει καί νά μᾶς εὐλογῆ μέ τό χέρι του. Δέν θέλαμε νά φύγουμε ἀπό ἐκεῖ, τόν θέλαμε γιά πάντα κοντά μας. Καί εἶναι κοντά μας, τόν παρακαλοῦμε σέ κάθε δυσκολία καί νιώθουμε τήν πρεσβεία του».
Ὁ γνωστός του ἐπιχειρηματίας κ. Δημήτρης Σ. Ἀ. καταγράφει: «Τήν 4η Ἰανουαρίου 2000 ἐξεδήμησε πρός Κύριον ὁ πρεσβύτερος κυρός Νικόλαος Πέττας, ἐφημέριος τοῦ Ἱ.Ν. Ἁγίου Βασιλείου Ζαρουχλεΐκων Πατρῶν.
Ὁ μεταστάς γεννήθηκε τό 1941 στή Πάτρα. Ἦταν γόνος ἐπιφανοῦς ἑπτανησιακῆς οἰκογένειας καί μέ πλούσια μόρφωση θεωρητική καί θετική. Χειροτονήθηκε διάκονος καί ἱερέας ἀπό τόν μακαριστό Μητροπολίτη Πατρῶν Νικόδημο (Βαλινδρᾶ) τό 1979. Συγχρόνως ἐνεγράφη καί στή Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Ἀθήνας, ἐνῶ εἶχε σπουδάσει καί ἄλλες ἐπιστῆμες. Ἀρχικά τοποθετήθηκε Ἐφημέριος τοῦ Ἱ.Ν. Ἁγίου Γεωργίου Ἰτεῶν Πατρῶν καί ἀργότερα στόν Ἅγιο Βασίλειο Ζαρουχλεΐκων. Ἐποίμανε τίς ἐνορίες αὐτές γιά 21 ὁλόκληρα χρόνια. Εἶχε ἐνορίτες ἐργάτες στά γύρω ἐργοστάσια, ὡς ἐπί τό πλεῖστον ἐπαρχιῶτες, ἐσωτερικούς μετανάστες τῆς δεκαετίας τοῦ 1950. Ἀνηφόριζε μέ αὐτούς τό δρόμο τῆς ζωῆς καί στεκόταν δίπλα τους. Μόνο πού εἶχε ἐπιπλέον καί τό σεβασμό τοῦ ράσου, πού σήμαινε γι’ αὐτούς πώς αὐτός μποροῦσε νά τούς μεταβιβάζει τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Εἶχε ταπεινό φρόνημα, γινόταν φίλος καί μέ τούς ἐχθρούς του. Συμπαρίστατο μέ κάθε μέσο στόν ἀδύναμο ἄνθρωπο, ἔστω καί ἄν δέν ἦταν τῆς ἐνορίας του.
Τή χριστιανική ἐλεημοσύνη τήν ἔκανε χωρίς τυμπανοκρουσίες, χωρίς νά δείξει ὅτι εἶναι καλός παπάς! Γι’ αὐτό καί οἱ ἐνορίτες του τόν ἐσέβοντο καί τόν ἀγαποῦσαν. Ἀναγνώριζαν στό πρόσωπό του τόν καλό ποιμένα, μέ τήν ἄδολη πίστη στό Θεό, πού γινόταν στήριγμα γιά τήν δική τους πίστη. Ὁ παπα-Νικόλας ἦταν ἕνας ἱερέας οἰκογενειάρχης καί ἀγωνιστής τῆς ζωῆς. Ἱερουργοῦσε στόν ναό, ἱκανοποιώντας τίς θρησκευτικές ἀνάγκες τῶν ἐνοριτῶν του, μιλοῦσε μαζί τους, ἐκφράζοντας τίς ἀπόψεις του, χωρίς νά κάνει τόν πνευματικό καθοδηγητή.
Ἐξεπλήρωνε τίς ἐνοριακές του ὑποχρεώσεις, χωρίς νά υἱοθετεῖ μυστικές πνευματικές σχέσεις ἤ ἐξαρτήσεις καί χωρίς νά ξεχωρίζει κάποιους ἐνορίτες σέ θρησκευτικά χαρισματικούς ἤ σωτηριακά ἀπαραίτητους. Ἄφηνε τό Θεό νά κάνει τήν κλήση στόν καθένα!
Εἶχε πνευματικά παιδιά ὅλους τους ἐνορίτες, χωρίς νά ξεχωρίζει ἰδιαίτερα κάποιους, κάτι πού εἶναι πολύ ἐπικίνδυνο. Σεβόταν τούς συνεργάτες του, φρόντιζε τόν ναό καί τόν ὑπηρετοῦσε μέ πηγαία ἐθελοντική προσφορά. Θεωροῦσε τόν κάθε ἐνορίτη ἐνεργό μέλος τῆς ἐνορίας καί ὑπεύθυνο γιά τήν εὐπρέπεια τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ.
Τιμοῦσε τούς ἀγαπώντας τήν εὐπρέπεια αὐτή. Ἔτσι ζούσαμε σέ μία ὑγιή Ὀρθόδοξη ἐνορία, μέ προσωπική σχέση ἱερέα καί ἐνοριτῶν, καί ὄχι μέ ἀπρόσωπη τυπική παρουσία τοῦ ἱερουργοῦντος ἱερέα. Μία ἐνορία μέ προδιαγραφές, ὅπως μᾶς ἔρχεται ἀπό τήν παράδοση διαμέσου τῶν αἰώνων. Ὁ παπα–Νικόλας δέν ἦταν προϊστάμενος, ἀλλά ἱστάμενος! Καί αὐτό εἶναι τό δύσκολο, νά μπορεῖς νά στέκεσαι…
Ὅσον ἀφορᾶ στά κηρύγματά του, ἦταν Χριστοκεντρικός, Πατερικός καί Ἁγιολογικός. Πέρα ἀπό τίς ἠθικές παραινέσεις πρός τούς πιστούς, ἔδειχνε τήν αὐθόρμητη ἀντίδρασή του στά φαινόμενα πνευματικῆς καί ἠθικῆς σήψης, πού ἐμφανίζονταν κατά καιρούς στήν ἑλληνική κοινωνία, μέ τήν μορφή εἴτε τῆς κοινωνικῆς «προοδευτικότητας» εἴτε τῆς πολιτικῆς διαφθορᾶς, εἴτε τῆς ἀνεκτικότητας στήν ἠθική διάβρωση, πού κάποιοι ἐπιχειροῦσαν νά τήν παρουσιάσουν ἐξέλιξη, πρόοδο καί κουλτούρα. Ἔπιανε τά μηνύματα τῶν παραπάνω κοινωνικῶν δονήσεων ὡς εὐαίσθητος σεισμογράφος καί ἀντιδροῦσε μέ εἰλικρίνεια ἀπέναντι στούς διαπλεκόμενους σοφιστές ἤ διανοούμενους, πού ἀναλαμβάνουν συνήθως ἐργολαβικά τήν πολιτική, θρησκευτική, ἠθική καί κοινωνική καθοδήγηση τοῦ λαοῦ μας.
Λίγα λόγια γιά τήν ἱεροπρέπειά του ὡς Ἱεροφάντη Μυσταγωγοῦ τοῦ Ὑψίστου καί Λειτουργοῦ τοῦ ἱεροῦ θυσιαστηρίου, πρέπει νά τονίσουμε. Τόν γνωρίσαμε σάν ἀκούραστο Λειτουργό τῶν Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν. Πολλές φορές, σέ καθημερινή βάση καί γιά συνεχεῖς ἑβδομάδες, τελοῦσε μέ ἄκρα κατάνυξη, μέ περισσή ἱεροπρέπεια, μέ συγκινητική εὐλάβεια, τήν «λογική» λατρεία «ὑπέρ τῶν ἡμετέρων ἁμαρτημάτων καί τῶν τοῦ λαοῦ ἁγνοημάτων». Τελοῦσε κατανυκτικές βραδινές λειτουργίες τῶν Προηγιασμένων τήν περίοδο τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς. Δέν θά ξεχάσουμε ποτέ τίς Κατανυκτικές Λειτουργίες. Δέν θά ξεχάσουμε ποτέ τούς Ὄρθρους καί τίς Λειτουργίες τῶν μεγάλων Δεσποτικῶν καί Θεομητορικῶν ἑορτῶν, πῶς τίς τελοῦσε, μέ τήν εὐχέρεια τῆς Τυπικῆς Λειτουργικῆς διάταξης, πού διέθετε καί τήν γλυκύμολπη καί γλυκόφθογγη φωνή του. Πραγματικά μᾶς δίδαξε Λειτουργική Παράδοση!
Ἔκανε τούς ἐνορίτες νά γίνουν φιλακόλουθοι καί νά νιώθουν ἔντονα μέσα τους αὐτό, πού διατυπώνει τό Τροπάριο στό τέλος τοῦ Ὄρθρου τῶν καθημερινῶν τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς: «Ἐν τῷ ναῷ ἑστῶτες τῆς δόξης σου, ἐν οὐρανῷ ἑστάναι νομίζομεν, Θεοτόκε, ἄνοιξον ἡμῖν τήν θύραν τοῦ ἐλέους σου».
Ὑπῆρξε φιλομαθέστατος, ἐνῶ ἡ προσωπική του Βιβλιοθήκη ἀριθμοῦσε μεγάλο ἀριθμό βιβλίων. Μελετοῦσε ἀδιάκοπα καί ἀσχολήθηκε καί μέ τήν συγγραφή μικρῶν τευχιδίων ἐκκλησιαστικῆς καί θρησκευτικῆς θεματολογίας. Γενικότερα, ὁ Γέροντας Νικόλαος ἦταν σέ ἄλλα πνευματικά μήκη καί πλάτη, τό σῶμα του ἦταν ἐδῶ, ἀλλά τό πνεῦμα του πετοῦσε στόν οὐρανό, σάν Πέττας πού ἦταν στό ἐπώνυμο. Ἦταν ἅγιος ἄνθρωπος, ἔβλεπε πολλά σημεῖα καί ἀποκαλύψεις, ἀνώτερα πνευματικά γεγονότα, τά ὁποῖα ἐκάλυπτε καλά μέ κάποια παιδικότητα καί σαλότητα. Δέν ἤθελε τούς ἐπαίνους ἀπό τούς ἀνθρώπους παρά μόνο τή Θεϊκή εὐαρέσκεια. Ἰδιαίτερη πνευματική σχέση εἶχε ὁ ἀείμνηστος π. Νικόλαος μέ τόν πνευματικό ἀναγεννητή τῆς Πάτρας, τόν ἀρχιμ. Γερβάσιο Παρασκευόπουλο. Στήν συνέχεια μεταγράφεται ἡ ἄποψη τοῦ π. Νικολάου γιά τόν ἀείμνηστο πρῶτο πνευματικό του. Ἀναφέρει ὁ π. Νικόλαος μεταξύ ἄλλων: «Ὅταν γιά πρώτη φορά, σέ ἡλικία 14 χρόνων, ἐξομολογήθηκα στόν Παπούλη, ἅπλωσε τά χέρια του καί μ’ ἔσφιξε στήν ἀγκαλιά του καί τά μάτια του ἔτρεχαν δάκρυα συνέχεια. Εἶχε πολύ ἀγάπη ὁ Παπούλης. Ἡ ἀγάπη του στόν Κύριο εἶχε σαρώσει κάθε γήινο δεσμό. Ἕνας ὁ πόθος του: Ἡ διακονία τοῦ Ἰησοῦ καί τῶν ἀδελφῶν του. Αὐτό τόν ἀπασχολοῦσε. Ἀγρυπνοῦσε καί ἀνησυχοῦσε ἰδιαίτερα γιά τή νέα γενιά. Καί τήν ἀνησυχία του αὐτή τήν ἔκανε προσευχή καί ἐνδιαφέρον. Τό «ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα» δέν ὑπῆρξε γι’ αὐτόν αἴτημα λειτουργικό, ἀλλά βίωμα καί ἀπόκτημα. Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ μας Ἰησοῦ Χριστοῦ δέν προσπαθοῦσε νά δεσμεύση τόν ἄλλον, περιέργως ὅμως τόν ἔπειθε! Πόσους καί πόσους ἁμαρτωλούς ὁ ἅγιος σήκωνε μέ ἄπειρη στοργή, μέ καλωσύνη, μέ τρυφερότητα και, ἀφοῦ ἔδιδε πολύτιμες συμβουλές, θάρρος καί ἐλπίδα, ὁ ἐξομολογούμενος ἔφευγε ἀπό τό Μυστήριο γεμάτος αἰσιοδοξία καί ἕτοιμος νά ἀναλάβη «τόν ἀγῶνα τόν καλόν» της ἀρετῆς. «Ἐκκλησία εἶναι ὄντως ὁ προχειρότατος λιμήν σωτηρίας, βοηθείας, παρηγορίας, ἀνακουφίσεως τῶν καταπονουμένων. Ἡ Ἐκκλησία ὄντως εἶναι γενικόν θεραπευτήριον, ἐντός τοῦ ὁποίου δέχεται ὁ Χριστός καί θεραπεύει πᾶν εἶδος πληγῆς καί ἀνάγκης, θεραπεύει καί ἐλεεῖ. Βοηθεῖ καί ἀνακουφίζει. Συγχωρεῖ καί προσδέχεται πάντα προσερχόμενον, πάντα ἁμαρτωλόν, διότι Αὐτός ἀπεστάλη, ἵνα, τάς ἀσθενείας ἡμῶν λάβη καί τάς νόσους βαστάσῃ .. (Περισσότερα γιά τόν ἀρχιμ. Γερβάσιο Παρασκευόπουλο καί τίς μαρτυρίες τοῦ π. Νικολάου γιά τόν πνευματικό του πατέρα βλ. Ἀ. Π. Λόη, Γερβάσιος Παρασκευόπουλος, ὁ ἄγνωστος Ἅγιος τῶν ἡμερῶν μας καί Φάρος τῶν Πατρῶν, τ. Α΄, Πάτρα 1998, σ. 181-182. καθώς καί τήν μεταγραφή τοῦ δωδεκασέλιδου χειρογράφου τοῦ π. Νικολάου Πέττα γιά τόν πνευματικό του π. Γερβάσιο Παρασκευόπουλο, στό «Ἑορτολογίον 2014», τῆς Ἀρχιερατικής Περιφέρειας Κοντοβάζαινας τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως, ἐπιμέλειας Χρῆστου Ἠλ. Καρρᾶ, Καθηγητοῦ Φιλολογίας)».
Θά ἀναφέρω καί κάτι προσωπικό. Πολλές φορές πού τηλεφωνοῦσα στόν πατέρα Νικόλαο στήν οἰκία του, ἔλεγε στήν πρεσβυτέρα ἤ στά παιδιά του: «Ὁ κ. Δημήτρης εἶναι, σηκῶστε τό τηλέφωνο καί ἔρχομαι νά τοῦ μιλήσω». Ἐπίσης ὁ ἴδιος κύριος ἀναφέρει ὅτι πολλές φορές ἤξερε τό θέμα καί τίς λεπτομέρειες, γιά τό ὁποῖο τόν ἤθελε.
Ὁ παπα-Νικόλας βρισκόταν καθ’ ὅλη τή διάρκεια τῆς ποιμαντορίας του, κοντά στόν ἄνθρωπο μέ διακριτικότητα. Κοντά στόν ἄνθρωπο, πού ἀγωνίζεται καί πάσχει, ὡς ὁ ἴδιος ἀγωνιζόμενος καί πάσχων. Ἦταν ἕνας ἀληθινός ἀνθρώπινος ἱερέας. Ἔφυγε μέ τό κεφάλι ψηλά, μέ τήν πεποίθηση ὅτι ἐπιτέλεσε στό ἀκέραιο τό καθῆκον του. Μέσα του ἠχοῦσαν τά λόγια τοῦ Προφήτη Ἠσαΐα:«Ἀγαλλιάσθω ἡ ψυχή μου ἐπί τῷ Κυρίῳ, ἐνέδυσε γάρ με, ἱμάτιον σωτηρίου καί χιτῶνα εὐφροσύνης». Μέχρι τό τέλος τῆς σύντομης ζωῆς του λειτουργοῦσε, ἐκήρυττε μέ τό παράδειγμά του, εὐλογοῦσε καί ἁγίαζε τό χριστεπώνυμο πλήρωμα, μέ τό ὁποῖον τόν συνέδεαν δεσμοί πνευματικοί. Ὁ Κύριος τόν ἤθελε κοντά του, νά λειτουργεῖ στό ἄνω θυσιαστήριο καί νά προσεύχεται γιά ὅλα τά πνευματικά του παιδιά. Ἐμεῖς θά τόν ἔχουμε πάντα στίς προσευχές καί στήν μνήμη μας. Ἄς ἔχουμε τήν εὐχή του!
Ὁ κ. Ἀντώνιος Ἐ. ἀπό τήν Πάτρα ἀναφέρει: «Τόν π. Νικόλαο Πέττα τόν εἶχα ἀκούσει γιά τήν πνευματικότητά του καί τό ἦθος του. Ξεχώριζε ὡς ἱερέας, ὅπως ἔλεγαν. Ἤθελα νά τόν συναντήσω γιά διάφορα σοβαρά οἰκογενειακά θέματα, ἀλλά καί γιά τό ὅτι ἤμουν νέος καί εἶχα ἀγωνία γιά τή σταδιοδρομία μου καί προβληματιζόμουν γιά ποιό δρόμο νά ἀκολουθήσω. Τελικά τόν συνάντησα πρώτη φορά στήν ἀείμνηστη ἀγωνίστρια Γεωργία Καραμούζη, στά Μποζαΐτικα Πατρῶν, πού ἦταν ἐκ γενετῆς παράλυτη. Τήν ἐπισκεπτόταν, γιατί εἶχε ἀνάγκη νά τήν στηρίζουμε, ἀλλά καί νά παίρνουμε παράδειγμα ὑπομονῆς καί καρτερικότητας. Ἦταν ἕνας ψηλός, ἀδύνατος καί ἰδιαίτερα ξεχωριστός λειτουργός τοῦ Θεοῦ. Ἀφοῦ πῆρα τήν εὐχή του, μετά ἀπό προτροπή τῆς Γεωργίας, πού τόν τιμοῦσε ὡς λευίτη τοῦ Χριστοῦ, τόν ρώτησα γιά τά θέματα, πού μέ ἀπασχολοῦσαν, καί ἄλλα. Μέ πολύ προσεκτικά λόγια και, ἀτενίζοντας πρός τά ἄνω, μοῦ ἀπαντοῦσε μέ μεγάλη σιγουριά καί βεβαιότητα. Ἡ ταπείνωση καί ἡ ἀφοσίωση στό ἔργο αὐτό τόν διακατεῖχε σέ ὑπερθετικό βαθμό. Μάλιστα, ἐνῶ τοῦ πού ρωτοῦσα ἐπιγραμματικά, ἐκεῖνος σάν νά εἶταν σέ πλήρη γνώση ὅλων τῶν θεμάτων μοῦ ἀπαντοῦσε μέ ἄνεση καί σεμνότητα. Μάλιστα ὁρισμένες ἀπαντήσεις του ἦταν σέ σύγκρουση μέ τήν φυσιολογική ἐξέλιξη τῶν θεμάτων. Καί ὅμως, ἄν καί κατάλαβε ὅτι προβληματιζόμουν, μοῦ εἶπε: «Παιδί μου, τελικά ἔτσι θά ἐξελιχθοῦν τά πράγματα». Μάλιστα μοῦ εἶπε ὅτι θά βρῶ ἀμέσως μετά τό στρατιωτικό μου καλή δουλειά καί τά μεγάλα οἰκογενειακά μου προβλήματα μέ τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ θά εἶχαν αἴσια ἐξέλιξη. Τόν ξαναεῖδα ἀρκετές φορές καί μοῦ ἔδινε παρόμοιες συμβουλές. Πράγματι, ὅ,τι μοῦ εἶπε σέ αὐτές τίς ὑποθέσεις, ἔτσι ἀκριβῶς ἐξελίχθηκε. Τώρα πού πέρασαν ἀρκετά χρόνια καί ὁ πιστός ζηλωτής λευίτης π. Νικόλαος Πέττας βρίσκεται ἐνώπιον τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ, πού τόσο ἀγάπησε μέ συντετριμμένη καρδιά, καταλαβαίνω τά ὕψη τά πνευματικά, πού εἶχε ἀνέβει ἤδη ἀπό τήν ζωή αὐτή καί δοξάζω τόν Χριστό, πού τόν συνάντησα σέ δύσκολη φάση τῆς ζωῆς μου. Νά ἔχουμε τήν εὐχή του ἀπό τό οὐράνιο Θυσιαστήριο, ὅσοι εἴχαμε τήν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ νά τόν συναντήσουμε, νά μᾶς προστατεύει».
Μαρτυρία τοῦ κ. Ἀνδρέου Τ. ἀπό τήν Πάτρα: «Τόν π. Νικόλαο τόν εἶχα καθηγητή στήν Τεχνική Σχολή στά Σανταμπάχανα κατά τό 1979. Ἦταν ἀκόμη λαϊκός. Μετά ἀπό χρόνια εἶχα πάει σέ μία παράλυτη, στήν ἀείμνηστη Γεωργία Καραμούζη στά Μποζαΐτικα Πατρών. Ἐκεῖ εἶδα τόν πρώην καθηγητή μου ὡς ἱερέα. Ἦταν ἕνας ἅγιος ἱερέας μέ σπάνια χαρίσματα. Μία φορά κατέβαινα τή λεωφόρο Γούναρη καί ἀναρωτιόμουν ἔντονα ποιό δρόμο νά ἀκολουθήσω τοῦ ἐγγάμου βίου ἤ τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Ἐκεῖ κοντά ἦταν ὁ π. Νικόλαος μέ τό αὐτοκίνητο καί περνᾶ στό ἀντίθετο ρεῦμα, γιά νά μέ πλησιάσει, καί μοῦ εἶπε μέ σιγουριά: «Τελικά τί ἀπόφαση θά πάρεις, τί θά κάνεις ἐπιτέλους;». Ἀπάντησε ἀκριβῶς στό λογισμό μου. Τελικά παντρεύθηκα καί στούς πρώτους μῆνες τοῦ γάμου μου, μετά τήν Πρωτοχρονιά, μοῦ λέει ἡ σύζυγός μου: «Θά πάω στήν κοπή τῆς Βασιλόπιττας τῆς δουλειᾶς μου καί ἡ ἐκδήλωση εἶναι μόνο γιά γυναῖκες». Ἐγώ τρελάθηκα καί προσευχόμουν ἔντονα στό δωμάτιό μου, μέ δάκρυα στόν Ἅγιο Νικόλαο, γιά νά μέ βοηθήσει. Τή στιγμή ἐκείνη χωρίς νά γνωρίζει κανείς τίποτε, κτυπᾶ τό τηλέφωνο καί ἦταν ὁ π. Νικόλαος, ὁ ὁποῖος μοῦ λέει ἀμέσως ἐπιτακτικά: «Ἀνδρέα, δῶσε μου γρήγορα τή γυναίκα σου!». Τή φωνάζω καί ἔρχεται στό ἀκουστικό. Ὁ Γέροντας τῆς λέει ἀμέσως: «Παιδί μου, αὐτό πού σκέπτεσαι νά τό βγάλεις ἀπό τό μυαλό σου αὐτή τή στιγμή». Καί οἱ δυό σοκαριστήκαμε καί ἀμέσως ἡ γυναίκα μου ἦλθε σέ συναίσθηση, ἀλλά ἀργότερα ὑπέκυψε καί ἔφυγε ἀργά τό βράδυ. Ἐγώ τήν ἀκολούθησα καί ὄντως εἶχε δίκαιο ὁ π. Νικόλαος, γιατί ἐκεῖνο τό βράδυ ἄρχισε νά ἔχει τό νοῦ της ἀλλοῦ.
Κάποια ἐποχή εἶχα πολλούς πονοκεφάλους καί ζαλάδες, καί τοῦ ζήτησα κάτι γιά εὐλογία. Ἐκεῖνος μοῦ ἔδωσε ἕνα πετραχήλι του. Μέχρι σήμερα ἔχω τό πετραχήλι τοῦ Γέροντα Νικολάου, πού κάνει πολλά σημεῖα καί ἔχει μόνιμη εὐωδία.
Πολλές φορές, ὅταν πήγαινα νά παρακολουθήσω στήν ἐνορία του τή Θεία Λειτουργία, ἐπιστρέφαμε στό σπίτι του πεζοί. Ἔβρισκα τήν εὐκαιρία νά πάρω κάτι ἀπό τόν πνευματικό πλοῦτο, πού βίωνε ὁ ταπεινός καί ἀγωνιστής λευίτης. Τόν ρωτοῦσα γιά τά τελούμενα στό Ναό καί μοῦ ἔλεγε μεταξύ ἄλλων: «Εἶμαι τόσο κουρασμένος καί ἀδύναμος, γιατί ὁ ἱερέας μετά τήν κατάλυση πρέπει νά ξεκουράζεται, γιά νά ἐπιστρέφει στά γήινα. Τό σῶμα μας δέν ἀντέχει τό πῦρ τῆς θεότητας, διαλύεται μετά τή Θεία Λειτουργία. Δέν ἀντέχει τό ἀνθρώπινο σῶμα. Ὅλο τό νευρικό σύστημα τοῦ ἀνθρώπου καθηλώνεται».
Ἀκόμη θυμᾶμαι ὅτι τήν ὥρα πού ἔφεραν τήν ἀδικοχαμένη κόρη του Σοφία μέ τό φέρετρο στό σπίτι του, καί ἡ πρεσβυτέρα μέ τά παιδιά του καί ὅλοι θρηνοῦσαν ἔντονα, ὁ π. Νικόλαος ἔπεσε στά γόνατα μέ πολλή πίστη καί συντριβή και, σηκώνοντας τά χέρια του σέ στάση δέησης, λέει: «Κύριε, Ἐσύ θέλησες νά τήν πάρεις τήν ἀγαπημένη μας Σοφία, Ἐσύ τήν πῆρες. Ἐγώ θά σέ δοξάζω πάντα! Εἴη τό ὄνομα Κυρίου εὐλογημένο!».
π. Νικόλαος Πέττας: 5η Σειρά ἀπό Μαρτυρίες
Ἐπιλογή ὑλικοῦ καί εἰσαγωγή ἀφιερώματος: τοῦ ὑπεύθυνου τῆς ἱστοσελίδας κ. Φωτίου Ἀρ. Δημητρακοπούλου, καθηγητοῦ Βυζαντινῆς Φιλολογίας στό Τμῆμα Φιλολογίας τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.
Ἡ κ. Δήμητρα Λ., φοιτήτρια τοῦ π. Νικολάου, σέ ἐπιστολή της μέ ἡμερομηνία 08/12/2005 καί ἐπικεφαλίδα «Ἀναμνήσεις ἀπό τόν παπα-Νίκο» ἀναφέρει τά παρακάτω: «Ὅταν γυρίσαμε στή σχολή, μετά τίς διακοπές τῶν Χριστουγέννων, μᾶς εἶπε ὅτι θά ἤθελε νά φέρουμε στήν τάξη μία βασιλόπιττα, γιά νά τήν κόψουμε γιά τό καλό τῆς χρονιᾶς καί νά πάρουμε τήν εὐλογία του. Τήν ἑπόμενη ἡμέρα βάλαμε ὅλοι λεφτά, πῆγαν μερικοί μαθητές νά ἀγοράσουν βασιλόπιττα, ἐνῶ ἐμεῖς οἱ ὑπόλοιποι κάναμε μάθημα στό ἐργαστήριο, ὅπως πάντα.
Ὅταν ἔφεραν τήν βασιλόπιττα, τήν εὐλόγησε καί ἄρχισε νά μοιράζει τά κομμάτια στόν καθένα σέ σειρά. Ἤμασταν κάπου 21 μαθητές, ἦταν καί ὁ ἐπιστάτης ὁ κύριος Καπρούλιας ἐκεῖ. Ἦταν μεγάλη ἡ ἔκπληξη ὅταν τό φλουρί βρέθηκε μέσα στό δικό μου κομμάτι. Ἦταν ἡ πρώτη φορά πού μοῦ τύχαινε. «Τό φλουρί! Παιδιά τό φλουρί!» φώναξα καί τό ἔδειξα, γιά νά τόν δοῦν ὅλοι. Ἐκείνη τήν στιγμή, εἴδαμε ἔκπληκτοι ὅλοι τόν παπα-Νίκο νά ὑψώνει καί τά δύο του χέρια ψηλά στόν οὐρανό καί μέσα σέ μία ἔξαρση χαρᾶς καί ἐνθουσιασμοῦ νά φωνάζει μέ ὅλη τήν δύναμη: «Ναιαιαιαιαί!!!».
Μᾶς εἶχε πάει καί μία ἐκπαιδευτική ἐκδρομή ὅλο τό τμῆμα στό ἐργαστήριο ὀξυγόνου, πού βρίσκεται στήν Περιβόλα Πατρῶν. Μᾶς εἶχε συγκεντρώσει ὅλα τά παιδιά κοντά του καί ἔκανε πολλές ἐρωτήσεις στόν ὑπεύθυνο τοῦ ἐργοστασίου σχετικά μέ τίς διάφορες ἐγκαταστάσεις, τά μηχανήματα, πώς λειτουργοῦν, τί ἐπεξεργάζονται καί μέ ποιόν τρόπο, ὥστε νά ἀκοῦμε ἐμεῖς καί νά μαθαίνουμε. Γενικά, ἦταν ἄνθρωπος ὑπομονετικός, πού τοῦ ἄρεσε ἡ τάξη καί ἡ τελειότητα. Ἔδειχνε μεγάλο ζῆλο καί ἐνδιαφέρον γιά τό μάθημά του, ἦταν ἁπλός, πρακτικός, μέ ἄριστες γνώσεις στήν Μηχανολογία, ἀλλά τό μυστικό τῆς ἀποδοτικότητάς του ἦταν ὅτι ἀγαποῦσε πολύ ἐμᾶς, τούς μαθητές του, ἦταν πολύ ἐπικοινωνιακός σάν ἄνθρωπος καί ἦταν πολύ κοντά μας. Καί ἔτσι μᾶς εἶχε κερδίσει. Ἦταν πολύ εὐχάριστος, μέ πολύ χιοῦμορ καί ὅλοι τόν σεβόμασταν καί τόν ἀγαπούσαμε. Ἰδιαίτερα ἐγώ τόν ἀγαποῦσα πολύ καί τόν συμβουλευόμουν σάν Πνευματικό Πατέρα, γιατί ἦταν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ μέ πολλές ἀρετές καί ἔδινε φωτισμένες συμβουλές.
Ἔλεγε σέ ἐμᾶς τά παιδιά: «Νά ἐξομολογιέστε καί ἄς μήν σᾶς ἐπιτρέπουν οἱ πνευματικοί σας νά κοινωνᾶτε!». Μοῦ ἔλεγε: «Θά σέ περιμένω νά ἔρθεις τήν Κυριακή μέ τήν μητέρα σου στήν Ἐκκλησία, γιά νά σᾶς διαβάσω εὐχές!». Μία ἄλλη φορά τόν συνάντησα στό δρόμο ἐγώ μέ τήν μητέρα μου. Ἦταν ὅλο χαρά. Τόν ἀσπάστηκα μέ εὐλάβεια καί ἐκεῖνος εἶπε ἀμέσως: «Συγχαρητήρια γιά τήν κόρη σας, εἶναι τό καλύτερο παιδί! Τήν εὐχή μου νά ἔχετε!!!» 1000 εὐχές μᾶς ἔδινε!
Κάτι πού χαρακτήριζε ἰδιαίτερα τόν παπα-Νίκο ἦταν ἡ ἐνεργητικότητά του καί ἡ ζωντάνια του. Ἄνθρωπος ἀκούραστος, ὑπερκινητικός, πάντα πρόθυμος μέ τό χαμόγελο καί τή χαρά!.
Γιά την ἀγαπημένη του κόρη Σοφία, πού εἶχε σκοτωθεῖ, μοῦ εἶχε πεῖ: «Ὅπως ὁ Θεός μου τήν ἔστειλε τήν κόρη μου στήν ζωή, ἔτσι κι’ αὐτός ἔχει δικαίωμα νά μοῦ τήν πάρει, ὅποτε θέλει πίσω!».
Δέν θά τόν ξεχάσω ποτέ αὐτόν τόν μοναδικό διδάσκαλό μας στά ἐπιστημονικά καί τά πνευματικά. Γιά μένα θά εἶναι πάντα κοντά μου, στή μνήμη μου, στήν καρδιά μου καί στήν προσευχή μου νά πρεσβεύει πάντα ἀπό ψηλά, ἐκεῖ πού πήγαινε ἀκόμη καί ἀπό αὐτήν τή ζωή».
Μέ ἐπιστολή του πολύ γνωστό πρόσωπο τοῦ π. Νικολάου ἀναφέρει τρεῖς ἀριθμημένες διηγήσεις: 1ο: «Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού βασανίζονται καί θέλουν νά προσευχηθοῦν, ἀλλά, ἐπειδή τούς χλευάζουν, βρίσκουν τά πιό ἀπίθανα μέρη, γιά νά προσευχηθοῦν. Μία χριστιανή μοῦ εἶπε ὅτι προσεύχεται στό μπάνιο τοῦ σπιτιοῦ της. Ἡ κυρία, στήν ὁποία ἔκανε αὐτή τήν ἀφήγηση, χωρίς νά τοῦ ἔχει πεῖ ποτέ κάτι, αὐτό ἀκριβῶς ἔκανε στό σπίτι της. Προσευχόταν στό μπάνιο, γιά νά μήν ἀντιμετωπίζει τήν κοροϊδία τοῦ συζύγου της».
2ο: 23 Φεβρουαρίου 1999. «Μία χριστιανή, πού εἶχε μεγάλο πόνο λόγω ἀπώλειας πολύ ἀγαπημένου προσώπου, προσευχόταν καί ἐπιθυμοῦσε νά συναντηθεῖ μαζί του. Χτύπησε ἡ πόρτα της καί τόν εἶδε μπροστά της . Τῆς εἶπε: «Πῆρα τήν σεβαστή πρεσβυτέρα καί ἤλθαμε, γιατί ξέρω πώς ἔχεις ἀνάγκη νά μοῦ μιλήσεις. Νά ξέρεις ὅτι οἱ προσευχές σου εἰσακούονται ἀπό τήν Παναγία. Ὅ,τι ἔκανες, τό ἔκανες γιά καλό. Προσπάθησες καί ὁ Θεός τό ξέρει!».
3ο: Ὁ κύριος στόν ὁποῖο ἀναφέρομαι, δέν πίστευε στόν Θεό, στούς Ἁγίους καί βλασφημοῦσε συνέχεια αὐτούς μέ τίς πιό αἰσχρές βλασφημίες. Δέν πήγαινε ποτέ στήν Ἐκκλησία καί χλεύαζε ὅσους ἦταν πιστοί καί προσεύχονταν. Ὅταν γνώρισε τόν πατέρα Νικόλαο, χωρίς νά κάνουν μεγάλη συζήτηση γιά τήν πίστη μας ἤ γιά τόν Θεό, ἄρχισε σιγά σιγά νά ἀλλάζει. Πιστεύει στό Θεό, πηγαίνει στήν Ἐκκλησία καί ἔφτίαξε μόνος του στό σπίτι του ἕνα ἐκκλησάκι τῆς Παναγίας».
Μαρτυρία γιά τόν π. Νικόλαο Πέττα ἀπό τόν κ. Γεώργιο Ν. Ντ. ἀπό τήν Πάτρα: «Στό τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ 1970 εἶχα τήν εὐλογία νά γνωρίσω τόν τότε λαϊκό Νικόλαο Πέττα. Τόν γνώρισα στά Κατηχητικά Σχολεῖα τοῦ κ. Γιώργη.
Καί ὅταν λέμε «κύρ Γιώργη» τότε ὁ νοῦς ὅλου τοῦ πνευματικοῦ κόσμου τῆς Πάτρας, καί ὄχι μόνο, πάει στόν Γεώργιο Οἰκονόμου. Αὐτό τόν ἅγιο ἄνθρωπο καί μεγάλο κατηχητή, πού ἀπό τά θρανία τοῦ κατηχητικοῦ του (Παπαφλέσσα 19) πέρασαν πολλοί μαθητές, οἱ ὁποῖοι ἀργότερα ἔγιναν ἡγούμενοι, ἀρχιμανδρίτες, κληρικοί, μοναχοί καί οἰκογενειάρχες.
Ἐκεῖ μέσα στό κατηχητικό γνώρισα ἕνα πνευματικό ἀδελφό, τόν Νικόλαο Πέττα. Ἀπό τήν πρώτη στιγμή ὁ Νικόλαος μέ κέρδισε μέ τήν ἁπλότητα καί τήν ἀγάπη του γιά τό Χριστό, πρωτίστως, καί γιά τόν συνάνθρωπό του. Ἦταν τόσο ἁπλός ἄνθρωπος ὁ Νικόλαος, τόσο προσιτός, πού κέρδιζε τόν καθένα. Ἀκόμα καί τό ντύσιμό του καί ἡ ὅλη παρουσία του σοῦ ἐνέπνεε τό σεβασμό. Τόν θυμᾶμαι σέ ἕνα ποδήλατο νά γυρίζει στούς δρόμους τῆς πόλης μας πάντα μέ ἕνα μελαγχολικό χαμόγελο.
Στό μάθημα τοῦ κύρ Γιώργη πάντα ἄκουγε μέ μεγάλη προσοχή. Καί οἱ παρεμβάσεις, πού ἔκανε, πάντα ἦταν ἀπολύτως ὀρθές.
Ὅταν μιλούσαμε μαζί γιά τό Χριστό, δέ θά ξεχάσω ποτέ μέ πόση ἀγάπη μιλοῦσε. Χαρακτηριστικά ἔκλεινε τά μάτια του καί τό πρόσωπό του ἀλλοιωνόταν πνευματικά. Πολλές φορές συζητούσαμε καί ὁ λόγος του εἶχε τόση γλυκύτητα, πού σέ «ἔπαιρνε» μαζί στά πνευματικά του ταξίδια.
Κάποτε, ἕνα ἀπόγευμα, περιμένοντας στήν ἐξομολόγηση, γιατί εἴχαμε τόν ἴδιο πνευματικό, συνέβη τό ἑξῆς περιστατικό. Μιλούσαμε γιά τόν Χριστό καί μέ τράβηξε σέ μία γωνία τοῦ Ναοῦ καί μοῦ ἔλεγε γιά τό Ἄκτιστο Φῶς. Ὅλο του τό πρόσωπο ἀμέσως ἀλλοιώθηκε καί ἦταν τόσο χαρούμενος ἐκπέμποντας δυνατά οὐράνιο φῶς μέσα στό σκοτάδι …! Συνέχισε νά μοῦ λέει γιά τό Ἀνέσπερο φῶς καί γιά τήν Ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, γιά τήν ἀγάπη πρός τούς ἀνθρώπους καί ἄλλα. Ἀμέσως μετά ἄρχισαν τά γαλάζια μάτια του νά τρέχουν δάκρυα. Αὐτή ἡ στιγμή, ἄν καί πέρασαν τόσα χρόνια, μοῦ ἔχει μείνει ἀνεξίτηλη στό νοῦ μου.
Ἀσφαλῶς ὁ μετέπειτα π. Νικόλαος ὁ ἄξιος λειτουργός τοῦ Ὑψίστου, ὁ ὑπερπολύτεκνος ἱερέας, ἦταν κάτι διαφορετικό ἀπό ἐμᾶς. Δέν θά ξεχάσω ποτέ αὐτόν τόν ἅγιο ἄνθρωπο, αὐτόν τό μεγάλο ἀγωνιστή τῆς ἀληθινῆς ζωῆς. Αὐτόν τόν οἰκογενειάρχη, αὐτόν τόν καλοσυνάτο χριστιανό, πού πάντα εἶχε ἕνα καλό λόγο γιά κάθε ἄνθρωπο. Τέλος, θά τόν χαρακτηρίσω ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ καί τῆς ὑπομονῆς».
Ἐπιστολή Μαρτυρία τῆς κ. Ἀσπασίας Τ. ἀπό τό Αἴγιο: «Διήγηση 1η: Ἕνα βράδυ, χειμώνας ἦταν, ὁ παπούλης ἦταν στό Λόγγο μέ τήν πρεσβυτέρα του. Ἐμεῖς στό σπίτι μας εἴχαμε μεγάλη στενοχώρια μέ τό σύζυγο, γιατί εἴχαμε ἕνα μεγάλο χρέος.
Εἴμαστε πολύ στενοχωρημένοι, γκρίνιαζε ὁ ἄντρας μου καί μοῦ ἔλεγε: «Ἀπό σένα γίνανε ὅλα! Τί θά κάνουμε μέ τίς ἐπιταγές;». Εἶχα μεγάλη στενοχώρια. Ὁ ἄνδρας μου πήγαινε καί ἐρχόταν στήν εἴσοδο καί μοῦ ἔλεγε: «Θά τρελαθῶ, δέν ξέρω τί θά κάνω». Ἦταν 10 ἡ ὥρα τό βράδυ. Εἶπα: «Θεέ μου, φέρε μία λύση. Κάτι θά γίνει ἀπόψε μέ τό σύζυγο». Χτυπάει τό κουδούνι, τοῦ λέω: «Τρέξε νά δεῖς ποιός εἶναι», γιά νά πάει νά μιλήσει, ν’ ἀλλάξει λίγο, γιατί ἡ συμπεριφορά του ἦταν χάλια. Πηγαίνοντας στήν πόρτα, ἀκούω καί τοῦ λέει: «Παπουλάκο μου!». Ἀνεβαίνει πάνω ὁ παπούλης, 10 ἡ ὥρα τό βράδυ, μέ βροχή, μέ ἀέρα. Πάω καί ἐγώ στήν πόρτα καί τοῦ λέω: «Ποῦ πᾶς τέτοια ὥρα παπούλη;». «Ἄχ!» μοῦ λέει «Εὐμενία μου (ἔτσι μέ ἔλεγε λόγω τοῦ ὅτι εἶχα ἕνα χαμόγελο σάν τόν ἀείμνηστο Γέροντα Εὐμένιο τόν Σαριδάκη) πήγαινε μέσα. Ἔλα ἐδῶ ἐσύ, Βασίλη». Τόν πιάνει ἀπό τό χέρι καί τοῦ λέει: «Ἔλα μέσα». Ἀνοίγει τή συρόμενη πόρτα καί μπαίνουν. «Τί θά γίνει μ’ ἐσένα; Τό μυαλό σου θά εἶναι συνέχεια στίς ἐπιταγές;». Τά χάσαμε. Βγῆκε ἕνας ἄλλος ἄνθρωπος μετά ἔξω. Τί τοῦ εἶπε ὁ παππούλης;
Λέω ἐγώ στήν πρεσβυτέρα: «Καλά, τέτοια ὥρα ποῦ ἤσασταν; Πῶς ἤρθατε μ’ αὐτόν τόν καιρό;». «Παιδί μου, φεύγαμε ἀπό τό Λόγγο, γιά νά πᾶμε στήν Πάτρα και, ἀντί νά στρίψει γιά τήν Πάτρα ἔστριψε γιά τό Αἴγιο». «Ποῦ πᾶς, παπα-Νίκο, τέτοια ὥρα;». «Πᾶμε στήν Εὐμενία. Πρέπει νά πᾶμε στήν Εὐμενία. Ὑπάρχει λόγος. Θά πᾶμε στό σπίτι της». Ὁ παπούλης εἶδε τί γινόταν στό σπίτι, τί στενοχώρια εἶχα καί ὅτι ὁ ἄντρας μου πῆγε νά τρελαθεῖ καί ἦλθε.
Διήγηση 2η: Εἶχα δύο ξαδερφάδες στήν Ἀθήνα, οἱ ὁποῖες δέν πήγαιναν στήν ἐκκλησία. Δέν εἶχαν ἐπαφές καθόλου, οὔτε νηστεία… Καί μία μέρα, ὅπως εἶχαν ἔλθει κάτω τό καλοκαίρι, ἄρχισαν καί μέ εἰρωνεύονταν. «Ἔλα πιά καί σύ μέ τίς νηστεῖες καί τίς προσευχές». Πιάσαμε συζήτηση καί λέγαμε γιά γέροντες καί ἔφθασα νά πῶ καί γιά τόν παπούλη, γιά τόν παπα-Νίκο. Λέω: «Ἐδῶ στήν Πάτρα ὑπάρχει ἕνα παπούλης, πού μποροῦμε νά πᾶμε νά μιλήσουμε μαζί». Μοῦ λέει ἡ μία: «Ἄν πάω καί μοῦ πεῖ κάτι, τότε θά πιστέψω. Κάτι δικό μου δηλαδή». Τίς πήραμε μέ τόν ἄντρα μου καί πήγαμε στό σπίτι τοῦ παπούλη. Ὅταν καθίσαμε ὅλοι μαζί, ἄρχισε ὁ παπούλης καί ἔλεγε στήν μία ἀδερφή: «Γιά πές μου ἐσύ, τί θές νά μέ ρωτήσεις;». Αὐτή γελοῦσε καί περίμενε. Κάποια στιγμή τῆς λέει: «Πᾶμε μέσα νά τά ποῦμε», γιατί καθόμασταν στή βεράντα. Πήγανε μέσα καί οἱ δυό ἀδερφές. Ἐκεῖ ἄρχισε καί τῆς ἔλεγε πάρα πολλά πράγματα πού ἐγώ δέν τά ‘ξερα, ἀλλά βγαίνοντας ἔξω καί φεύγοντας εἶπε ὁ ἄνδρας μου: «Πῶς τόν εἶδες τόν παπούλη;». Καί ἀμέσως ἀπαντᾶ: «Πραγματικά μοῦ εἶπε κάτι..!». Ἀλλά ὑποψιάσθηκε ὅτι θά τοῦ τό εἶχα πεῖ ἐγώ τοῦ παπούλη. Εἶπε στή μία: «Ὁ Θεός σέ γλίτωσε ἀπό βαριά ἀρρώστια καί ἀπό τροχαῖο». Πράγματι εἶχε καρκίνο αὐτή. Λέει: «Ὄχι, παπούλη», γιατί νόμιζε ὅτι τό εἶχα πεῖ ἐγώ στόν παπα-Νίκο. Ἐντάξει, ἀπό καρκίνο πράγματι ἔκανα χειρουργεῖο, ἔχω περάσει ἀπό τήν ἀρρώστια αὐτή, ἀλλά ἀπό τροχαῖο δέν θυμᾶμαι. Τῆς λέει μέ σιγουριά: «Θά θυμηθεῖς!». Πράγματι αὐτή λέει: «Ναί, ἐρχόμενοι ἀπό τήν Ἀθήνα πρός τό Αἴγιο, ἔπεσε τό αὐτοκίνητό μας σέ ἕνα γκρεμό καί δέν ἔπαθε τίποτε». Μετά τῆς λέει: «Ἄκουσε νά σοῦ πῶ. Ἀφοῦ θά εἶσαι στήν Ἀθήνα, θέλω νά πᾶς σ’ ἕνα παππούλη, πού εἶναι κοντά σου, τόν πατέρα … Θά τοῦ τά πεῖς. Ὅτι δέν πάω στήν ἐκκλησία κλπ. Θά σέ βοηθήσει καί αὐτός καί θά τοῦ πεῖς καί γιά τίς δύο ἐκτρώσεις, πού ἔχεις κάνει». Ἀμέσως αὐτή τά ἔχασε καί λέει: «Ὄχι, ὄχι παπούλη μου, μία ἔκτρωση ἔκανα». «Ὄχι, ἔκανες δυό καί θά θυμηθεῖς». «Ἐκτός», λέει, «Καί ἄν ἦταν τότε πού ἔπαθα μία αἱμορραγία καί πήγαμε στό γιατρό στό νοσοκομεῖο καί μοῦ ἔκανε ἀπόξεση. Μήπως ἦταν αὐτό;». «Αὐτό ἦταν. Παιδί ἦταν». «Θά πᾶς, θά ἐξομολογηθεῖς καί ὁ παπούλης θά σέ κανονίσει πότε θά κοινωνήσεις». Τῆς εἶπε τήν ἁμαρτία της καί αὐτή ἦλθε καί πίστεψε, γιατί οὔτε ἡ ἀδερφή της ἤξερε γιά τίς δύο ἐκτρώσεις.
Στήν ἀδερφή της εἶπε: «Δέν χρειάζεται τίποτε νά κάνεις. Θά πηγαίνεις νά κοινωνᾶς. Θά πᾶς στόν παπούλη, γιά νά σοῦ διαβάσει εὐχή. Ἐσύ δέν ἔχεις τίποτε.»
Διήγηση 3η: Ἔχω ἕνα μαγαζί καί ὁ παππούλης εἶχε ἔλθει καί μοῦ εἶπε (εἶχα κάτι προβλήματα μέ τούς προμηθευτές μου): «Ἄκουσε νά σοῦ πῶ. Φύγε ἀπό αὐτούς τούς ἀνθρώπους. Διῶξε τά πράγματα αὐτά, πού ἔχεις. Βάλε φθηνό ἐμπόρευμα, γιατί θά ἔρθουν δύσκολες μέρες καί ὁ κόσμος δέν θά ἔχει χρήματα, γιά νά ψωνίσει. Θά πεινάσει ὁ κόσμος». Καί πράγματι τώρα τό βλέπω. Μοῦ εἶπε ἀκόμη γιά τούς προμηθευτές μου ὅτι: «Αὐτοί θά σέ καταστρέψουν». «Μά τί λές, παπούλη μου; Πῶς θά μέ καταστρέψουν; Αὐτοί ἴσα-ἴσα μέ φροντίζουν, μοῦ δίνουν ἐμπόρευμα». Ἀπαντᾶ: «Μακριά ἀπό αὐτούς. Αὐτοί δέν πιστεύουν πουθενά. Αὐτοί θέλουν νά σέ καταστρέψουν καί θά τούς πιάσεις καί θά τούς πεῖς». «Μά δέν μπορῶ νά τούς πῶ τίποτε. Πῶς νά τούς τό πῶ; Θές νά μέ καταστρέψεις;». «Ναί, θά τοῦ πεῖς, γιατί θέλετε νά μέ καταστρέψετε;». Δέν μποροῦσα νά τό πιστέψω. Ὅλα αὐτά ἦλθαν σιγά-σιγά καί τά βρῆκα μπροστά μου. Ὁ παπούλης σέ ὅ,τι μοῦ εἶχε πεῖ βγῆκε ἀληθινός.
Διήγηση 4η: Ὅταν εἶχα πάει στά Ἱεροσόλυμα καί ἐπέστρεφα, πῆγα στήν Πάτρα, στό σπίτι του, καί μιλούσαμε. Τοῦ ἔλεγα πῶς τά πέρασα. «Ἄχ παπούλη μου, νά σέ ἀξιώσει ὁ Θεός νά πᾶς, γιά νά δεῖς τί ὡραῖα πού εἶναι!». Αὐτός εἶχε κλείσει τά μάτια του καί μέ ἄκουγε. «Εὐμενία μου, ἐγώ δέ θά πάω σέ αὐτήν τήν ἐπίγεια Ἱερουσαλήμ. Ἐγώ θά πάω στήν ἄνω Ἱερουσαλήμ». Πράγματι μετά ἀπό λίγο καιρό ἔφυγε καί κατάλαβα ὅτι γνώριζε πώς ἐπρόκειτο νά φύγει.
Διήγηση 5η: Μία ἡμέρα πήγαμε μέ μία φίλη στήν Πάτρα καί εἴχαμε κάποια χρήματα, τά ὁποῖα εἴπαμε νά τά δώσουμε στόν παπούλη, νά τά χρησιμοποιήσει κάπου. Δέν ξέρω, ἔτσι θέλαμε νά τά δώσουμε στόν παππούλη. Πήγαμε στό σπίτι. Ἡ καλή πρεσβυτέρα του Ἀνθούλα μᾶς εἶπε ὅτι ἦταν στήν ἐκκλησία. «Βράδυ, λέω, καί τέτοια ὥρα στήν ἐκκλησία;». Πήγαμε σιγά-σιγά μέσα. Ὁ παπούλης ἦταν σέ ἕνα δωμάτιο, πού ἦταν σάν γραφεῖο, καί κάτι ἔγραφε. «Τί κάνετε ἐδῶ; Πῶς ἤλθατε;». «Πήγαμε παπούλη στό σπίτι καί δέν σέ βρήκαμε καί ἤρθαμε ἐδῶ, γιά νά σοῦ δώσουμε κάτι. Νά σοῦ δώσουμε αὐτά τά χρήματα. Θέλουμε νά τά χρησιμοποιήσεις ἐσύ, ὅπου νομίζεις γιά καλό». «Ὄχι, ἐγώ δέν μπορῶ νά τά δεχτῶ τά χρήματα αὐτά». «Ἐμεῖς τά φέραμε σέ ἐσένα, γιά νά τά χρησιμοποιήσεις». «Ὄχι!» ἐπέμενε. Ἐγώ τοῦ λέω μέ ὅλο τό θάρρος καί τήν ἀγάπη, πού τοῦ εἶχα: «Παπούλη, θά κάνεις καί σ’ ἐμένα ὑπακοή τώρα, θά τά πάρεις τά λεφτά αὐτά». «Ἀφοῦ πρέπει νά κάνω ὑπακοή, θά τά πάρω». Ἀνοίγει τό τετράδιο, πού ἔγραφε, τά βάζει μέσα, τό κλείνει καί μοῦ λέει: «Θά τά πάρω, ἄφησέ τα καί θά τά βροῦν οἱ ἄλλοι αὔριο». Τήν ἄλλη μέρα πέθανε. Μοῦ ἔδειξε ὅτι γνώριζε ὅτι θά φύγει καί θά τά ἔβρισκαν οἱ ὑπόλοιποι.
Διήγηση 6η: Ἤμουν πάρα πολύ στενοχωρημένη, γιατί τελείωσε ὁ μήνας καί δέν εἶχα πληρώσει τήν ἐπιταγή, τότε ἦταν σέ δρχ. Θέλαμε 2.000.000 δρχ. Εἴχαμε μαζέψει 1.800.000. Μοῦ λέει ὁ ἄντρας μου: «Σήμερα πρέπει νά πληρώσουμε τήν ἐπιταγή. Πρέπει νά τήν καλύψουμε». «Γιά σώπα, ἔχει ὁ Θεός» τοῦ λέω. «Ποῦ θά τά βροῦμε 200.000 τώρα μέχρι τό μεσημέρι;». Ἔφυγε ὁ ἄντρας μου. Περίμενα. Δέν ἔμπαινε κανένας μέσα στό μαγαζί. Παίρνω τή φωτογραφία τοῦ παπα-Νίκου καί τοῦ λέω: «Παπουλάκο μου, ἄν ἔχεις παρρησία στόν Θεό, στεῖλε δύο ἀνθρώπους μέσα, γιά νά ψωνίσουν, ὥστε νά τά μαζέψω μέχρι τό μεσημέρι, γιά νά πάω νά πληρώσω. Θέλω 200.000». Τοῦ μιλοῦσα λές καί ἦταν μπροστά μου. Πέρασε λίγη ὥρα, ἀφότου ἔκανα προσευχή, καί μπαίνει μέσα μία κυρία, τήν ὁποία δέν τήν ἤξερα. Ψώνισε ἀπό ἕνα. Μοῦ ζήτησε νά φορέσει καί αὐτό, νά φορέσει καί τό ἄλλο καί πῆρε σύνολο 215.000 δρχ. ροῦχα. Ἐκείνη τήν ὥρα ἀπό τή χαρά μου καί τό μυαλό μου στόν παπα-Νίκο, ἐπειδή πῆρε ὅλα αὐτά, τῆς λέω: «Τά 15.000 σᾶς τά χαρίζω». Δοξάζω τόν Θεό! Δέν ἦταν θαῦμα αὐτό ἀπό τόν παπούλη; Μόλις ἦρθε ὁ ἄνδρας μου, μοῦ λέει: «Τί θά γίνει; Νά πάω νά δανεισθῶ;». «Δέ χρειάζεται». «Τί, ἦλθε κανένας;». «Μοῦ τά ἔστειλε ὁ παπα-Νίκος». «Καλά τρελάθηκες;». «Ὁ παπα-Νίκος ὁ Πέττας μοῦ τά ἔστειλε. Προσευχήθηκα καί εἶπα, ἄν ἔχεις παρρησία στό Θεό παππούλη μου, στεῖλε 1-2 ἀνθρώπους, γιά νά ψωνίσουν, ὥστε νά τά μαζέψω μέχρι τό μεσημέρι». Ἔκανε τό σταυρό του ὁ ἄνδρας μου. Τά πῆρε καί πληρώσαμε τήν ἐπιταγή. Μοῦ ἔδωσε ἀκριβῶς αὐτά πού ἤθελα».
Ἀκόμη, σύμφωνα μέ ὁμολογία τοῦ Καθηγουμένου τῆς Μονῆς Αἰμυαλῶν Στεμνίτσης ἀρχιμ. Δαμασκηνοῦ Π., ὁ ἀείμνηστος καθηγούμενος τῆς Μονῆς Ἁγίας Λαύρας Καλαβρύτων ἀρχιμ. Φιλάρετος Κωνσταντακόπουλος, μέ τόν ὁποῖο εἶχαν στενό ἐν Χριστῷ σύνδεσμο, συχνά τοῦ ἔλεγε γιά τόν ἀείμνηστο π. Νικόλαο Πέττα ἀπό τήν Πάτρα. Συγκεκριμένα ἔλεγε ὁ ἀρχιμ. Φιλάρετος ὅτι γιά πολλά ἔτη διακονοῦσε στό μετόχι τῆς Μονῆς Ἁγίας Λαύρας, τοῦ Ἁγίου Ἀλεξίου στήν Πάτρα: «Εἶχα γνωρισθεῖ μέ τόν π. Νικόλαο. Ἀμέσως διέκρινα τήν ἰδιαίτερη πνευματικότητά του καί τά ἐν γένει χαρίσματα, μέ τά ὁποῖα τόν εἶχε προικίσει ὁ Θεός ἀπό τήν πολλή του πίστη καί τήν μεγάλη του ταπείνωση. Σέ πολλά δύσκολα θέματα, πού μέ ἀπασχολοῦσαν ὡς πνευματικό, ἀλλά καί ἀπό τήν στιγμή πού ἀνέλαβα τήν ἡγουμενία αὐτῆς τῆς ἱστορικότατης Μονῆς στά Καλάβρυτα, στό πετραχήλι τοῦ π. Νικολάου ἔβρισκα ἀποκούμπι καί ἀπαντήσεις, ἐνῶ ἀπό τά χείλη του μετά ἀπό πολλή προσευχή, πού ἔκανε, τόν φώτιζε ὁ Θεός καί ἔλεγε πράγματα προορατικά καί κατά Θεόν. Πολλές φορές, ὅσο ἤμουν στήν Πάτρα τόν εἰδοποιοῦσα, νά ἔρθει ἀργά νά τοῦ ἐξομολογηθῶ σέ ὅ,τι μέ ἀπασχολοῦσε, ἐνῶ σάν ἡγούμενος, ὅταν δέν μποροῦσα νά τόν συναντήσω, τοῦ τηλεφωνοῦσα στό σπίτι του. Ἦταν ἕνα σύγχρονος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Τήν ἁγιότητα καί τά χαρίσματά του πάντοτε θά τά θυμᾶμαι».
Και συνεχίζει ὁ Καθηγούμενος Δαμασκηνός: «Ὁ ἀρχιμ. Φιλάρετος εἶχε δώσει αὐστηρή ἐντολή νά τόν ντύσω ἐγώ, ὅταν κοιμηθεῖ. Μάλιστα εἶχε πεῖ σέ μένα καί στήν ἀδελφότητά του μέ τί ἄμφια θά τόν ἔντυναν καί τά λοιπά. Ὅταν κοιμήθηκε ἦταν πρωί καί ἐγώ βρισκόμουν σέ ἕνα παρεκκλήσιο, τό ὁποῖο εἶναι ἀπέναντι ἀπό τήν Μονή μας καί λειτουργοῦσα. Μέ πληροφόρησαν γιά τό δυσάρεστο νέο, ἀλλά δέν μποροῦσα νά φύγω ἀμέσως, ὥσπου νά τελειώσω τή Θεία Λειτουργία καί νά φύγω, γιά νά τόν ντύσω. Ὅταν ἔφθασα ἀργότερα στήν Ἁγία Λαύρα, βρῆκα τόν ἀρχιμ. Φιλάρετο στό κέντρο τοῦ Καθολικοῦ ντυμένο, ὅπως ἀκριβῶς ἤθελε. Ρώτησα ποιός τόν ἔντυσε καί μοῦ ἀπάντησαν ὅτι τυχαία, τήν ὥρα πού κοιμήθηκε ὁ Γέροντας, ἕνας κληρικός π. Νεκτάριος ἀπό τήν Ἀρχιεπισκοπή Ἀθηνῶν εἶχε ἔλθει γιά προσκύνημα, ὁ ὁποῖος κατάγεται ἀπό τήν Πάτρα καί εἶναι γιός τοῦ π. Νικολάου Πέττα. Τότε κατάλαβα ὅτι ὁ π. Νικόλαος ἔστειλε τόν γιό του γιά νά ἐνδύσει τόν φίλτατο φίλο του π. Φιλάρετο. Δόξασα τόν Θεό γιά τό πῶς ἐνεργεῖ ὁ Οὐρανός στά ἀνθρώπινα».
Ὁ κ. Παῦλος Β., πολιτικός μηχανικός, ἐξ Αἰγίου καί τώρα κάτοικος Καρδίτσας, ἀναφέρει γιά τόν π. Νικόλαο: «Ὁ παπα-Νίκος Πέττας ἀνήκει σέ ἐκείνους τούς ἐκλεκτούς Τοῦ Θεοῦ, πού ἡ Πρόνοιά καί ἡ Ἀγάπη Του μᾶς ἐχάρισε ὡς δῶρο μαρτυρίας Χριστοῦ. Τόν ἀνέδειξε σκεῦος ἐκλογῆς καί τόν πλούτισε μέ τήν Χάρη Του, πού ὁ ταπεινός παπα–Νίκος τήν παρεῖχε μυστικῶς μέ τήν προσευχή του, φανερά μέ τό λόγο του τόν προφητικό .
Τόν γνώρισα καί τόν ἀγάπησα ὡς ἄνθρωπο τοῦ Πνεύματος μέ θεία χαρίσματα, ἀναγεννημένο, ὅσιο καί ταπεινό. Ὁ λόγος του χαριτωμένος, «ἅλατι ἠρτυμένος», ἀποκαλυπτικός, διδακτικός, χαρούμενος, σέ ἀναγεννοῦσε, ἄν τόν ἄκουγες μέ τά αὐτιά τῆς ψυχῆς καί τόν τηροῦσες.
Γνήσιο πνευματικό τέκνο τοῦ ἁγίου γέροντος Γερβασίου, στοῦ ὁποίου τό πετραχήλι ἐπλούτησε Πνεύματος Ἁγίου ἀπό τά νεανικά του χρόνια, γι’ αὐτό και, ὅταν ἱερουργοῦσε, ἔβλεπε ὁράματα καί θείους ἀγγέλους, ἐνῶ καθυστεροῦσε στήν ἐκφώνηση τῶν εὐχῶν ἐξαιτίας αὐτῶν καί τόν θεωροῦσαν ἐξασθενημένης μνήμης ἤ καί ἀφηρημένο.
Ἦταν ἄνθρωπος, πού τόν ἐκκινοῦσε τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπου καί ὅπως ἤθελε, γιατί «Τό πνεῦμα ὅπου θέλει πνέει». Ἦταν χαρισματοῦχος δηλαδή ἱερέας, στόν ὁποῖο ὁ Παράκλητος, τό πνεῦμα τῆς ἀληθείας, εἶχε διευρύνει τήν πνευματική αἴσθηση, γι’ αὐτό καί μποροῦσε νά συμβουλεύει προφητικά καί νά παρηγορεῖ κάθε καλοπροαίρετο πού τοῦ ἄνοιγε τήν καρδιά του.
Οἱ πειρασμοί ἀπό τόν ἀντίδικο ἦσαν πολλοί. Χαρακτηριστικά μοῦ ἔλεγε ὅτι στό Ἅγιο Ὄρος ἦταν ἀδύνατο νά κατακλιθεῖ χωρίς πετραχήλι. Καί μία φορά στό δωμάτιό του στήν οἰκία του, ὅπως ἦταν ξαπλωμένος, μέ μία γροθιά στό στομάχι ὁ ἐχθρός τόν ἔριξε κατά γῆς.
Ἡ προσευχή του ἦταν κάτι μυστικό γιά τόν παπα-Νίκο, πού τό κρατοῦσε ταπεινά ἀσφαλισμένο ἀπό τά μάτια τῶν ἀνθρώπων. Ἀποτελοῦσε τήν μυστική χαρμονή του. Ἦταν ὁ πνευματικός θησαυρός του. Ἰδιαιτέρως ἡ χαριτόβρυτη εὐχή ἦταν τό φῶς του καί ἡ χαρισματική του κοινωνία μέ τό Πνεῦμα, τόν Παράκλητο.
Ἡ συναναστροφή μαζί του μοῦ ἔδινε χαρά πνευματική, ψυχική ἀνάπαυση καί ἄνεση, εἰρήνη τοῦ Πνεύματος, μοῦ μετέδιδε Χάρη. Ὅταν σοῦ μιλοῦσε, φοροῦσε τό πετραχήλι -ἄν καί δέν ἐξομολογοῦσε, ὅπως ἔλεγε- μέ μία χαρακτηριστική ταπείνωση καί συστολή. Μυστικά προσευχόταν καί σοῦ μετέδιδε ὅσα τό Πνεῦμα τόν πληροφοροῦσε γιά τόν καθένα μας. Ὅταν σοῦ μιλοῦσε, δέν σέ κοιτοῦσε κατάματα. Κάποιος γνωστός μου, ὅταν τόν ἐπισκέφθηκε, ἀποκαλυπτικά τοῦ εἶπε ἐπάνω στή συζήτηση «Μήν ἀκοῦς συνέχεια τηλεόραση (μάλιστα ἀποκάλυψε καί τό συγκεκριμένο κανάλι, πού ἔβλεπε). Διάβασε καί κανένα βιβλίο πνευματικό». Ἔβλεπε καί ἁμαρτίες καί γι’ αὐτό βοηθοῦσε στήν ὀρθή ἐξομολόγηση…
«Ἔχαιρε μετά χαιρόντων καί ἔκλαιγε μετά κλαιόντων». Γιά κάποιο παλληκάρι, πού τοῦ ἐκμυστηρεύθηκε τόν πόθο του γιά τήν ἱερωσύνη, χαιρόταν πολύ καί μέ παιδική ἁπλότητα τοῦ ἔλεγε: «Ὅταν θά γίνεις ἱερέας, θά πάρουμε τό αὐτοκίνητο καί θά κορνάρουμε, κάνοντας γύρους στή πλατεία Βασιλέως Γεωργίου Πατρῶν».
Κάποια περίοδο, λόγω τοῦ στρατιωτικοῦ, καθυστέρησα μῆνες νά τόν ἐπισκεφθῶ καί στήν πρώτη συνάντησή μας μοῦ εἶπε μέ παράπονο: «Γιατί ἄργησες τόσο πολύ;». Ἡ συνάντηση αὐτή θά μοῦ μείνει ἀξέχαστη, γιατί μέ τά λεγόμενά του μοῦ προφήτευε τόν ξαφνικό θάνατό του. Ἀλλά ἐκείνη τή στιγμή, πού μου τά ἔλεγε, ὁ Θεός «κρατοῦσε» τό νοῦ μου νά μή καταλάβω. Μετά τήν ὁσιακή κοίμηση του πλέον συνειδητοποίησα τή σημασία τῶν λόγων του. Μοῦ εἶπε χαρακτηριστικά τά ἑξῆς: «Ρώτησα τόν Θεό πότε θά πεθάνω, καί μοῦ ἀπάντησε, ὅταν θά λευκανθοῦν τά μαλλιά σου» καί ταυτόχρονα μέ μία κίνηση ἔβγαλε τό σκουφάκι του καί μοῦ ἔδειξε τά γκρίζα μαλλιά του. Ἐπίσης: «Ἦλθε καί μέ πῆρε ὁ οὐρανοδρόμος. Οὔτε καί αὐτοκίνητο μπορεῖς νά τό πεῖς αὐτό, πού μέ μετέφερε σέ τόπους παραδείσιους καί εἶδα πολλά θαυμάσια». Μετά μέ ρώτησε: «Ποιός στήν ἄλλη ζωή ντύνει τίς ψυχές;» και, ὅταν τοῦ εἶπα, δέν ξέρω, ἀπαντάει: «Ἡ Παναγία μας, δέν λέμε στούς χαιρετισμούς, χαῖρε ψυχῶν νυμφοστόλε ἁγίων;».
Ὁ παπα Νίκος «ἔφυγε» γιά τούς οὐρανούς στή μνήμη τῶν ἁγίων ἑβδομήκοντα Ἀποστόλων, στίς 4 Ἰανουαρίου τοῦ 2000. Τό πρόσωπό του, ὅταν τόν προσκύνησα στήν ἐξόδιο ἀκολουθία του, ἔλαμπε. Σίγουρα τόν ὑποδέχθηκαν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, διότι καί αὐτός ἔζησε καί ἔδρασε ὡς ἀπόστολος ἐπί τῆς γῆς καί τώρα ἀπολαμβάνει τούς καρπούς τῶν κόπων του καί τῆς ἀποστολικῆς διακονίας του ὡς ἱερεύς, ἀλλά καί τῆς Χριστομίμητης ὑπομονῆς, πού ἐπέδειξε στά βάσανα καί τίς πίκρες τῆς ζωῆς αὐτῆς. Ἄς ἔχουμε τήν εὐχή του καί εἴθε μία ἡμέρα νά μᾶς ἀξιώσει ὁ πανάγαθος Θεός, ὅσοι τόν γνωρίσαμε καί τόν ἀγαπήσαμε, νά τόν συναντήσουμε στόν παράδεισο, γιά νά συνεχίσουμε ἀτελεύτητα πλέον μαζί του τίς ἁγιοπνευματικές συζητήσεις στή δόξα Τοῦ Θεοῦ Πατέρα μας. Ἀμήν..».
Μαρτυρία κ. Ἀγγελικῆς Λ. ἀπό Πάτρα: «Στόν παπα-Νίκο ἔνιωσα ἀγάπη, πού μᾶς διδάσκει ὁ Χριστός. Ὅποτε μέ καλοῦσε, πήγαινα, μέ ἕνα Χριστιανό, πού τόν εἶχα νοικάρη. Δύο περιστατικά, πού ἀναφέρω, δέν μοῦ ἀφήνουν οὐδεμία ἀμφιβολία ὅτι ὁ Κύριος τοῦ εἶχε χαρίσει τό προορατικό χάρισμα. Εἶχα ἐξομολογηθεῖ χρόνια πρίν καί συνεχίζω. Στήν πρώτη μου ἐξομολόγηση εἶπα στόν Παπούλη ὄχι μόνο ἁμαρτίες, ἀλλά καί μερικά ἐλαττώματα. Ὅταν ἐξομολογήθηκα λοιπόν, εἶπα τοῦ ἐξομολόγου μου ὅτι καπνίζω. Μοῦ ἀπάντηση: «Κόψε, παιδί μου, τά ἐλαττώματά σου πρῶτα καί μετά βλέπουμε». Ἔτσι λοιπόν ἕνα ἀπόγευμα, πού θά ἔκανα ἐπίσκεψη στόν παπα-Νίκο μας, ἀπό τό πρωί μέ στενοχωροῦσε πάρα πολύ, ἄν μάθαινε ὅτι καπνίζω. Ὅλη τήν ἡμέρα αὐτή καί τήν ἄλλη εἶχα τή στενοχώρια μου μήν μάθει ὁ Παπούλη μας ὅτι καπνίζω καί χάσει πάσα ἰδέα. Ἔτσι λοιπόν, ἀφοῦ μιλούσαμε, ἐγώ εἶχα στενοχώρια γιά τό λόγο αὐτό. Ὅποτε τελείωνε καί ἀπευθύνθηκε σέ ἐμένα: «Κυρία Ἀγγελική, στόν Γέροντα Παΐσιο πῆγαν τρεῖς φίλοι. Ὁ ἕνας ρώτησε τόν Ἀσκητή Γέροντα: «Καπνίζω εἶναι κακό;». Ἀπάντησε: «Βρέ παιδάκι μου, χορταράκι τοῦ Θεοῦ εἶναι, ἀλλά θέλει προσοχή…!». Μέ αὐτό ὁ παπα-Νίκος μας διέγνωσε τόν λόγο, γιά τόν ὁποῖο ἤμουν στενοχωρημένη καί μέ πολύ λεπτό τρόπο καί μέ διάκρισή μου ἔδωσε τήν ἀνάλογη ἀπάντηση.
Ἕνα δεύτερο, πού καταγράφω, εἶναι ὅτι μία φορά ἀπό πολύ θλίψη πού μοῦ προξένησαν οἱ οἰκεῖοι μου ἐπάνω σέ κακή συγκυρία γιά μένα, ἔκλαιγα ἀσταμάτητα γιά πέντε ὧρες. Καί σκεφτόμουν ἄν μπορεῖ νά καταλάβει αὐτό τό κρυφό μεγάλο πόνο μου κάποιος ἄλλος, πού ἀδικεῖται καί ἐκεῖνος! Ἔτσι λοιπόν κατά τίς ἑπτά, ἀργά τό ἀπόγευμα, κτυπᾶ τό τηλέφωνο. Ἦταν ὁ παπα-Νίκος μας και, χωρίς νά προλάβω νά μιλήσω μοῦ λέει: «Κυρία Ἀγγελική, γιατί κλαῖτε τόσες ὧρες; Πάρτε ἕνα ταξί καί ἐλᾶτε στό σπίτι μου». Τοῦ ἐξήγησα εὐχαριστώντας τον ὅτι δέν μπορῶ νά πάω τήν ὥρα ἐκείνη, καί πρίν κλείσουμε τό τηλέφωνο, μοῦ εἶπε: «Αὐτοί ἔχουν βαλθεῖ νά σᾶς σκάσουν..!»
Μία πιστή κυρία, ἡ Εὐαγγελία Σ., ἐνορίτισσα τοῦ π. Νικολάου στόν Ἅγιο Βασίλειο, ἀφηγεῖται: «Ἄν καί ἔχω γνωρίσει πολλούς ἱερεῖς στόν Καναδά, πού ἔζησα, ὁ π. Νικόλαος ξεχώριζε. Ἦταν ἐξαιρετικός κληρικός, ἄκακος, μεγαλόψυχος καί ἀνώτερος ἄνθρωπος, πολύ ἐλεήμων, μέ ἀγάπη καί κατανόηση. Αὐτός μᾶς δίδαξε τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία μπορεῖ νά μᾶς ἐλευθέρωσει. Κάθε φορά πού λειτουργοῦσε, ἵπτατο καί ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ τόν προίκισε μέ πολλά σπάνια δῶρα, ὅπως, ὅταν κοινωνοῦσε τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τόν βλέπαμε ὅτι μασοῦσε, σάν νά ἔτρωγε πραγματική σάρκα, και, ὅπως πληροφορηθήκαμε ἀπό ἔγκυρες πηγές ἔτσι ἦταν. Ἀκόμη καί τώρα, πού ἔχει κοιμηθεῖ, πολλοί ἐνορίτες, ἀνάμεσα στούς ὁποίους καί ἐγώ, τόν βλέπουμε νά περπατᾶ γύρω ἀπό τόν Ἅγιο Βασίλειο καί νά ἐποπτεύει τήν ἐνορία. Πολλές φορές μέ ἄλλους κατοίκους, ὅταν πηγαίνουμε στόν τάφο του, γιά νά τοῦ ἀνάψουμε τό καντήλι, νά τόν προσκυνήσουμε καί νά προσευχηθοῦμε, βλέπουμε ἕνα ἄπλετο πνευματικό φῶς νά τόν καλύπτει καί νά φθάνει ἕως τρία μέτρα ἐπάνω ἀπό τήν γῆ, σάν νά δημιουργεῖ μία προστατευτική ὀμπρέλα. Δοξάζω τόν Θεό πού τόν γνώρισα καί πού μᾶς ποίμανε μέ ἀνιδιοτέλεια».