π. Νικόλαος Πέττας: 1η Σειρά ἐμφανίσεών του καί θαυμαστῶν ἐνεργειῶν του μετά τήν κοίμησή του
Ἐπιλογή ὑλικοῦ καί εἰσαγωγή ἀφιερώματος: τοῦ ὑπεύθυνου τῆς ἱστοσελίδας κ. Φωτίου Ἀρ. Δημητρακοπούλου, καθηγητοῦ Βυζαντινῆς Φιλολογίας στό Τμῆμα Φιλολογίας τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.
Μετά τήν κοίμησή του ἐμφανίσθηκε σέ κάποιο π. Ἐμμανουήλ Λ. ἀπό τά Ἄνω Μούλια τῆς Κρήτης. Ὁ ἱερομόναχος, γιός τοῦ π. Νικολάου, εἶχε πάει στήν Κρήτη γιά προσκύνημα καί στόν ἱερέα τῶν Μουλίων ἦλθε λογισμός ὅτι δέν εἶναι κανονικός ἱερομόναχος και, ἐνῶ ἤθελε νά τοῦ ἀναθέσει κάποιο διακόνημα, εἶχε ἐπιφυλάξεις. Ἕνα βράδυ ὁ π. Ἐμμανουήλ βλέπει ἕνα ἱερέα νά τοῦ λέει ποιός εἶναι καί ὅτι ὁ γιός του εἶναι ὄντως ἱερομόναχος καί ἄρα μπορεῖ νά τοῦ ἀναθέσει χωρίς ἐνδοιασμούς τήν ἐξυπηρέτηση, πού ἤθελε. Καί πράγματι ὁ ἱερέας ἀπό τά Μούλια τηλεφώνησε τήν ὥρα, πού εἶχε τελειώσει τό μνημόσυνο τοῦ π. Νικολάου ἐπάνω στό τάφο του, καί διηγήθηκε τό ὅραμα.
Ἄλλος ἱερομόναχος ἀπό Μονή τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος τῆς Ν. Πέντελης, πού συνδεόταν μέ τόν π. Νικόλαο καί εἶχε παρευρεθεῖ στήν ἐξόδιό του, μετά τήν κοίμησή τοῦ Γέροντος Νικολάου, εἶδε σέ ἀποκαλυπτικό ὅραμα πολλούς ἁγίους κληρικούς μέσα στόν παράδεισο. Ὅμως ἕνας ἦταν πολύ φωτεινός καί ὅταν τόν ἀντίκρισε καλά, κατάλαβε ἦταν ὁ π. Νικόλαος. Τοῦ μίλησε καί ἐκεῖνος τοῦ εἶπε: «Δές πῶς χαιρόμαστε ἐδῶ, ἑτοιμάζω καί γιά σένα θέση μαζί μας, ὅταν σέ καλέσει ὁ Θεός!».
Ὁ μεγάλος γιός τοῦ π. Νικολάου, Ἀνδρέας ἔψαχνε κάποια στοιχεῖα ἀπαραίτητα, γιά τήν ἀντιμετώπιση μιᾶς ἐπείγουσας ἐκκρεμότητα. Μαζί μέ τά ἄλλα ἀδέλφια του ἔψαχναν γιά ἡμέρες χωρίς ἀποτέλεσμα στό προσωπικό του γραφεῖο, τό ὁποῖο τό εἶχε μέ σχολαστικότητα τακτοποιημένο. Μετά τό Μνημόσυνο τῶν σαράντα ἡμερῶν, ὅταν ἐπέστρεψαν, ἐπάνω στό γραφεῖο του μέ δικούς του γραφικούς χαρακτῆρες – τοῦ πατρός Νικολάου δηλαδή- βρῆκαν σημείωμα πού ἀνέφερε ὅλες τίς λεπτομέρειες γιά τήν ἐπίλυση τοῦ προβλήματος. Ὅλοι κατάλαβαν ὅτι ἦταν ἔργο δικό του.
Μαρτυρία ἀρχιμανδρίτου Γερβασίου Χρ. τοῦ Ναοῦ τοῦ Παντοκράτορος Πατρῶν:
Ὁ ἀείμνηστος π. Νικόλαος Πέττας ἦταν ἕνας ἠγιασμένος κληρικός, πολύ διακριτικός καί μέ περίσσια πνευματικότητα. Ἦταν πολύ ζυμωμένος ὡς οἰκογενειάρχης καί ὡς κληρικός και, λόγω τῆς ταπείνωσής του, ὁ Θεός τόν προίκισε μέ πλούσια χαρίσματα… Ὅταν κοιμήθηκε λυπηθήκαμε γιά τήν ἀπώλειά του, ἀλλά ἀπό τήν ἄλλη χαιρόμαστε, διότι ἔχουμε τήν βεβαία πίστη ὅτι θά ἔχουμε ἕναν μεγάλο πρέσβη στόν Κύριο. Πολλά θαυμαστά γεγονότα γνωρίζω γιά τόν ἀείμνηστο π. Νικόλαο, πού μοῦ τά καταθέτουν πνευματικά μου παιδία ἀπό ὅλη τήν Πάτρα. Ἐγώ συνέχεια τόν μνημονεύω καί ξέρω ὅτι μέ ἀκούει.
Ἀπό τά πολλά θά ἀναφέρω ἕνα συγκλονιστικό γεγονός, πού πραγματοποιήθηκε στόν τάφο τοῦ π. Νικολάου στήν Παναγία τήν Ἀλεξιώτισσα. Πρίν ἀπό χρόνια, ἕνα καλοκαίρι, μαζί μέ ἄλλον κληρικό τόν π. Π.Ἀ. ἀπό τήν Πάτρα, καί μέ ἄλλους ἀρχιμανδρίτες, πού κατέφθασαν ἀπό μακριά, ὅπως ἀπό τό Λεκανοπέδιο καί ἀπό τήν Μονή τῶν Ἁγίων Αὐγουστίνου καί Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ Δωρίδος, ἀνάμεσα στούς ὁποίους καί ὁ Καθηγούμενος Νεκτάριος, ἐνῶ ἦταν παρόντες καί λαϊκοί μαθητές τοῦ π. Νικολάου, συγκεντρωθήκαμε γύρω ἀπό τόν τάφο τοῦ ἀοιδίμου πατρός και, ἐνῶ δέν εἴχαμε προλάβει νά φέρουμε κόλλυβα ἤ κουλουράκια, ξαφνικά, ἐνῶ τελούσαμε τήν ἐπιμνημόσυνη δέηση, ἄρχισαν νά μαζεύονται ἀπό τό πουθενά πολλά περιστέρια, πού ἔκαναν κύκλο γύρο ἀπό τόν τάφο. Στήν διάρκεια τής ἀκολουθίας, αὐτά δέν ἔφευγαν, σάν νά ἤθελαν νά ἀκούσουν τήν δέηση. Μέχρι πού φύγαμε, μᾶς ἀκολουθοῦσαν, σάν νά μᾶς εὐχαριστοῦσαν. Ὁ ἀριθμός τους ἦταν πάνω ἀπό ἑβδομήντα περιστέρια. Τότε εἶπε ἕνας ἀπό τούς Πατέρες: «Λές καί ἦλθαν οἱ Ἑβδομήκοντα Ἀπόστολοι, τήν σύναξη τῶν ὁποίων ἑορτάζουμε κατά τήν ἡμέρα τῆς κοιμήσεως τοῦ π. Νικολάου. Μέγας εἶσαι Κύριε καί θαυμαστά τά ἔργα σου!». Ἡ σκηνή αὐτή μᾶς θύμισε τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ, πού ἔκαναν παρέα στόν τάφο τοῦ ὁσίου Ἰωακείμ τοῦ Παπουλάκη ἤ στό σκήνωμα τοῦ ὁσίου Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου ὅταν τό ἐπέστρεφαν ἀπό τήν Δύση στά Ἱεροσόλυμα. Τότε ὅλοι δοξάζαμε τόν Θεό γιά τίς οὐράνιες βεβαιώσεις γιά τούς ἐκλεκτούς του.
Μαρτυρία Φωτεινῆς Τσ., κατοίκου Πατρών:
«Στό δωδεκαετές Μνημόσυνο τοῦ Γέροντα Νικολάου, πού ἔγινε ἀνήμερα τῆς κοιμήσεώς του στόν ναό τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Παραλίας Πατρῶν, ὅπου ἐφημέριος εἶναι ὁ μαθητής του ἐκλεκτός πρωτοπρεσβύτερος Ἀντώνιος Ρουμελιώτης, ἔγινε τό ἑξῆς θαυμαστό γεγονός. Ξύπνησα καί ἤμουν χάλια. Εἶχα θολούρα καί πάλευα ἄν πρέπει νά πάω στόν ὀφθαλμίατρο, διότι ἔχω πολύ πίεση στά μάτια μου, ἤ νά πάω στό μνημόσυνο. Μέ πολύ πίστη ξεκίνησα νά πάω στό ναό, ὅπου θά τελοῦνταν ἡ Ἀκολουθία. Ὅταν μπῆκα στό ναό, στό κέντρο ἦταν ὡραῖα ἁγιορείτικα κόλυβα καί τήν γνωστή φωτογραφία τοῦ π. Νικολάου πού ἀτενίζει πρός τά ἐπάνω. Τήν συγκεκριμένη φωτογραφία οἱ περισσότεροι τήν βλέπουν ὡς ἁγιογραφημένη, ὅπου στήν κεφαλή τοῦ π. Νικολάου ἐμφανίζεται φωτοστέφανο. Πῆγα κοντά καί τήν ἀσπάσθηκα καί τοῦ λέω μέ δάκρυα: «Σεβαστέ μου Γέροντα, ἄν καί ἤμουν γιά ἐξέταση, γιατί δέν βλέπω, ἐγώ ἦλθα νά συμμετέχω στό μνημόσυνό σου. Βοήθησέ με!». Καί πράγματι ἀπότομα τά μάτια μου καθάρισαν καί θεραπεύθηκαν μέ τήν πρεσβεία τοῦ ὁσίου Γέροντα. Στό τέλος τό διαλαλοῦσα μέ συγκίνηση στούς ἱερεῖς καί στόν κόσμο καί δόξαζαν τόν Θεό».
Ἕνα θαυμαστό γεγονός, μετά τήν κοίμηση τοῦ π. Νικολάου καταγράφουν ἀπό τήν Καισαριανή ἡ κ. Γεωργία Θ. (20-10-2011).
Ἀπό τό καλοκαίρι τοῦ 2011 ὁ π. Νεκτάριος Πέττας, τόν ὁποῖο ἔχω τήν τύχη, τήν τιμή καί τήν εὐλογία νά γνωρίζω, περνάει σκληρές καί ἀπανωτές δοκιμασίες. Τό Νοέμβριο τοῦ 2011 εἶδα στόν ὕπνο μου τόν ἀείμνηστο π. Νικόλαο Πέττα ὁλόσωμο μέσα σέ ἕνα ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου. Στόν ἴδιο χῶρο ἦταν οἱ δύο ἀπό τούς γιούς του καί ἐγώ. Καί οἱ δύο γιοί του φοροῦσαν λευκό μανδύα, ὁ Λουκᾶς καί ὁ π. Νεκτάριος. Ὁ π. Νικόλαος, ἀπευθυνόμενος μόνο στόν γιό του Νεκτάριο, τοῦ λέει: «Ἦλθα, παιδί μου, ἐπειδή περνᾶς πολύ δύσκολα, γιά νά πάρεις δύναμη. Ἔλα νά ἀσπασθεῖς τήν ἁγία κάρα μου». Στή συνέχεια, κουνώντας καί σκύβοντας τό κεφάλι του πρός τή Γῆ, τοῦ λέει: «Εἶπα Ἅγια;» καί σκύβοντας ἀκόμη πιό κάτω τό κεφάλι, ταπεινά καί χαμηλόφωνα, τοῦ λέει: «Ἅγια τήν ἔκανε ὁ Κύριος!». Τότε ὁ π. Νικόλαος πλησιάζει τό παιδί του, σκύβει τό κεφάλι του πρός τό μέρος του καί ὁ π. Νεκτάριος ἀσπάζεται μέ εὐλάβεια καί συγκίνηση τήν κεφαλή τοῦ πατρός του. Ἔπειτα τόν ἀσπάσθηκε καί ὁ δεύτερος γιός του. Ἐνῶ μέχρι ἐκείνη τήν ὥρα ἐγώ παρακολουθοῦσα σιωπηλή, τήν στιγμή αὐτή κοίταξα τόν π. Νεκτάριο καί τόν ρώτησα: «Τώρα πού εἶναι ἐδῶ μπορῶ νά τόν ἀσπασθῶ κι ἐγώ;». Ἐκεῖνος, χαμηλώνοντας τά μάτια του, ἔγνεψε: «Ναί!». Τότε πλησίασα καί ἐγώ τόν π. Νικόλαο καί τόν ἀσπάσθηκα στήν ἀριστερή πλευρά τοῦ μετώπου του. Γιά ἀρκετή ὥρα τά χείλη μου κόλλησαν στήν κάρα καί ἔνιωσα μία ὑπερφυσική ζεστασιά. Δέν θά ἔφευγα, ἄν ὁ ἴδιος ὁ π. Νικόλαος δέν μοῦ ἔλεγε: «Φτάνει, παιδί μου, θά καεῖς!».
Τήν ὥρα πού ἔγραφα τά παραπάνω γιά τόν π. Νικόλαο, στό σπίτι μπαίνει ὁ πατέρας μου καί μοῦ λέει: «Παιδί μου, χτύπησα!». Τόν πλησιάζω καί τί νά δῶ, εἶχε χτυπήσει στήν ἀριστερή πλευρά τοῦ μετώπου του καί ἔτρεχε αἷμα. Ἀμέσως τό μυαλό μου πῆγε σέ αὐτό, πού ἔγραφα. Σκέφθηκα ὅτι ὑπῆρχε μεγάλος πειρασμός πού, ἐνώ ἔγραφα αὐτά τά λόγια, ἔριξε τόν πατέρα μου, ὁ ὁποῖος ἔπεσε καί χτύπησε ἀκριβῶς στό ἴδιο σημεῖο, ὅπου εἶχα ἀσπασθεῖ τόν π. Νικόλαο. Ἄν εἶχα ὁποιαδήποτε ἀμφιβολία ὅτι τό ὄνειρό μου μπορεῖ νά ἦταν τοῦ πονηροῦ, μετά ἀπό ὅλα αὐτά δέν ἔχω τήν παραμικρή!
Εὐχαριστῶ τόν π. Νικόλαο γιά τίς γρήγορες πρεσβεῖες του στόν Κύριο γιατί, παρά τό γεγονός ὅτι τό χτύπημα τοῦ πατέρα μου ἦταν σοβαρό καί πήγαμε στό νοσοκομεῖο, ὅλα πῆγαν κατ’ εὐχήν καί τώρα εἶναι μία χαρά, νά μήν πῶ καλύτερα κι ἀπό πρίν!! Δόξα τόν Κύριο! Τήν εὐχή τοῦ π. Νικόλαου νά ἔχουμε. ΑΜΗΝ.
Ἕνα ἀκόμη θαυμαστό γεγονός, μετά τήν κοίμηση τοῦ π. Νικολάου, καταγράφουν ἀπό τοῦ Ζωγράφου Ἀττικῆς τό ζεῦγος Αὐγούστα Κ. καί Σάββας Ν. (τηλ.: 210-7718959):
Ἤθελα νά μοιρασθῶ ἕνα θαυμαστό γεγονός πού μᾶς συνέβη τόν Ἰούνιο τοῦ 2012. Σέ ἐμένα καί στόν σύζυγό μου Σάββα εἶχε πέσει στά χέρια μας τό χριστιανικό περιοδικό «ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ» Ἰαν-Μάρτ. τοῦ 2012, ὅπου παρουσιαζόταν ὁ βίος ἑνός ἀγνώστου γι’ ἐμᾶς ὁσίου, τοῦ π. Νικολάου Πέττα ἐκ Πατρών. Ἀμέσως μέ μεγάλο ἐνδιαφέρον ἀρχίσαμε νά τό διαβάζουμε και, ὅσο προχωρούσαμε, τόσο συγκλονιζόμασταν καί δακρύζαμε ἀπό ἱερό δέος. Ἀπορούσαμε πῶς εἶναι δυνατόν στήν τόσο πτωχή ἀπό πνευματικότητα ἐποχή μας νά ὑπῆρχε ἱερέας μέ μεγάλη οἰκογένεια μέσα σέ μία μεγαλούπολη καί καθηγητής, καί νά ἔχει φθάσει σέ τόσο μεγάλα πνευματικά μέτρα. Εἶναι ἀσύλληπτα ὅσα διαβάσαμε. Δοξάζαμε μετά ἀπό αὐτό τόν Θεό, πού καί στίς μέρες μας ἀναδεικνύει τούς ἐκλεκτούς του.
Ἐκείνη τήν περίοδο ἐμεῖς ἤμασταν σέ πάρα πολύ δύσκολη οἰκονομική θέση. Οὔτε ψωμί δέν εἴχαμε νά φᾶμε καί περιμέναμε γιά μεγάλο χρονικό διάστημα κάποια χρήματα νά μᾶς καταθέσουν στήν τράπεζα ἀπό ἕνα ἐνοίκιο. Ἀλλά καιρό περιμέναμε. Δέν τά κατέθεταν πορ’ ὅλες τίς ἐνοχλήσεις μας. Διαβάζοντας λοιπόν, παρακαλούσαμε, τόν ἄγνωστο μέχρι τότε Γέροντα Νικόλαο τόν Νέο νά μᾶς βοηθήσει, μέ πίστη καί θέρμη λέγοντας: «Παπα-Νικόλαέ μας, ἐσύ πού ξέρεις ἀπό πόνο καί φτώχεια, ἀφοῦ γινόσουν στήριγμα γιά τούς ἀδυνάτους, βοήθησέ μας σέ αὐτή τήν δύσκολη στιγμή...». Καθώς διαβάζαμε καί φτάσαμε πρός τό τέλος τοῦ θαυμαστοῦ βίου του, ἀκριβῶς ἐκείνη τή στιγμή χτυπάει εἰδοποίηση σέ μήνυμα τό κινητό τοῦ Σάββα καί ἦταν ἀπό τήν Τράπεζα, πού ἔγραφε ὅτι μᾶς βάζουν τό ἐνοίκιο. Ἔλεγε ὅτι μόλις μπῆκαν τά χρήματα, πού ἦταν ἀρκετά. Σκεφτεῖτε 500 €. Ἐκείνη τήν ὥρα συγκλονιστήκαμε, δέν μπορούσαμε νά τό πιστεύουμε! Ἀμέσως καταλάβαμε ἀπό ποῦ ἦταν ἡ ἄμεση βοήθεια. Τόν εὐχαριστοῦμε καί τόν εὐγνωμονοῦμε, πού μᾶς ἔδειξε τήν θεία του δύναμη καί μᾶς βοήθησε σ’ αὐτήν τήν δύσκολη στιγμή. Εὔχομαι ἡ χάρις τοῦ ὁσίου πατρός Νικολάου τοῦ Νέου νά προστατεύει, νά βοηθάει καί νά φωτίζει ἐμᾶς καί ὅσους τόν ἔχουν ἀνάγκη.
Τόν π. Νικόλαο τόν γνώρισα πρίν ἀπό 17 χρόνια περίπου στό σπίτι του στήν Πάτρα. Εἶχα πάει μέ μιά φίλη μου ἡ ὁποία τόν γνώριζε καλά, τόν εὐλαβεῖτο καί ἀπ᾽ ὅ,τι ξέρω εἶχε συχνή ἐπικοινωνία μαζί του.
Αὐτό πού μέ προβλημάτιζε τότε καί μέ στεναχωροῦσε ἰδιαίτερα ἦταν ἡ ἀσθένεια ἑνός συγγενικοῦ προσώπου. Οἱ γιατροί μᾶς εἶχαν πεῖ ὅτι θά ὑπάρξει βελτίωση καί θά μπορεῖ νά κάνει μιά ζωή συντηρητική, ἀλλά χωρίς πολλά πολλά πράγματα. Ὅταν μιά μέρα πῆρα τόν π. Νικόλαο νά τοῦ τό πῶ αὐτό, μέ διαβεβαίωνε ὅτι θά γίνει καλά. Ἐγώ ἔκλαιγα συνεχῶς καί δέν τόν ἄφηνα νά μοῦ πεῖ αὐτά πού ἤθελε. Τότε ὕψωσε λίγο τή φωνή του καί μοῦ εἶπε:
-Ἄκου νά σοῦ πῶ, δέν ἔχει τίποτα! Ὁ Θεός τόν θεράπευσε! Θά διοριστεῖ, θά παντρευτεῖ, ἀλλά ἐσύ τότε θά ἀρρωστήσεις ἀπό τήν πολλή σου στενοχώρια.
Πράγματι τό συγγενικό μου αὐτό πρόσωπο κατάφερε νά κάνει ὅλα αὐτά γιά τά ὁποῖα μέ διαβεβαίωσε ὁ π. Νικόλαος καί 2-3 μῆνες ἀφ’ ὅτου παντρεύτηκε ἐγώ ἀρρώστησα ἀπό σακχαρώδη διαβήτη.
Τό θαυμαστό εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτός δέν μποροῦσε νά διοριστεῖ, γιατί τότε ἔπρεπε νά πληρεῖ κάποιες προϋποθέσεις γιά διορισμό στό δημόσιο. Ἐγώ ἔλεγα λοιπόν στόν π. Νικόλαο ὅτι αὐτό εἶναι ἀδύνατο νά γίνει.
Αὐτός ὅμως ἐπέμενε καί ἔλεγε:
-Δέν ξέρω πῶς θά γίνει, ξέρω ὅμως ὅτι αὐτά θά γίνουν.
Πράγματι ἕνα μῆνα πρίν ἔρθει ἡ σειρά του στήν ἐπετηρίδα ἄλλαξε ὁ Νόμος καί μπρόρεσε νά διοριστεῖ, χωρίς νά ἔχει τίς προϋποθέσεις, γιατί μέ τήν ἀλλαγή τοῦ Νόμου δέν χρειάζονταν πιά…
Πρίν 13-14 χρόνια ἡ μητέρα μας ἀρρώστησε ἀπό κάποιο καρδιολογικό πρόβλημα. Ὁ γιατρός μᾶς εἶπε ὅτι πρέπει νά γίνει ἄμεσα μιά ἐπέμβαση, ἀλλά τά πράγματα εἶναι δύσκολα.
Τηλεφώνησα στόν π. Νικόλαο καί αὐτός μοῦ εἶπε ὅτι θά γίνει καλά, ἡ ἐπέμβαση θά ἔχει ἐπιτυχία καί ὅτι κοντά της θά εἶναι ὁ Ἅγιος Πατάπιος! «Θά σᾶς τήν χαρίσει ὁ Θεός γιά πολλά χρόνια ἀκόμα!» μοῦ εἶπε.
Ὅταν ὁ γιατρός βγῆκε ἀπό τό χειρουργεῖο μᾶς εἶπε ὅτι συνάντησε μεγάλη δυσκολία, ἀλλά μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ τά κατάφερε.
Ὅταν ἡ μητέρα μας γύρισε στό σπίτι τήν ρώτησα ἄν γνώριζε τόν Ἅγιο Πατάπιο. Ἐκείνη μοῦ μίλησε μέ ἐνθουσιασμό γιά τόν Ἅγιο, μοῦ εἶπε ὅτι τόν εὐλαβεῖο πολύ καί μάλιστα μέ «μάλωσε» πού δέν εἶχα πάει ποτέ στό μοναστήρι του νά προσκυνήσω τό σκήνωμά του.
Σέ κάποια ἐκπαιδευτικό χωρίς αὐτή νά τοῦ ἀναφέρει κάτι τῆς λέει:
-Νά προετοιμάζεσαι πάντα πολύ καλά γιατί σοῦ δημιουργεῖται ἄγχος μέσα στήν τάξη ἄν κάτι δέν τό ἔχεις καλά προετοιμάσει καί προγραμματίσει.
Καί πράγματι ἔτσι ἦταν!
Πρίν 20 ημέρες ὁ δεύτερος γιός μου, ὁ ὁποῖος εἶναι 18 χρονῶν καί ἑτοιμάζεται νά δώσει ἐξετάσεις πανελλαδικές (γιά τό Πανεπιστήμιο) ἀρρώστησε ξαφνικά ἀπό ἕνα αὐτοάνοσο νόσημα. Τό σῶμα του γέμισε πάρα πολλά σπυριά καί εἶχε φοβερό κνησμό.
Δέν μποροῦσε οὔτε νά κοιμηθεῖ, οὔτε νά διαβάσει. Εἶχε στενοχωρηθεῖ πολύ. Ὁ δερματολόγος μᾶς εἶπε ὅτι ἡ νόσος αὐτή κρατᾶ περίπου 4-6 ἑβδομάδες. Ὅμως ἐπειδή εἶναι σέ πολύ βαριά μορφή δέν πρόκειται νά τοῦ περάσουν ὅλα αὐτά πρίν ἀπό τούς 4 μῆνες.
Τό παιδί μου πού τό ἄκουσε στενοχωρήθηκε πολύ. Μοῦ εἶπε πώς δέν μπορεῖ ἔτσι νά δώσει ἐξετάσεις καί πώς οἰ κόποι μας -καί οἱ δικοί του καί οἱ δικοί μας- θά πᾶνε χαμένοι.
Μετά ἀπό δυό-τρεῖς μέρες μέ πῆρε ὁ πατέρας Νεκτάριος (γιός τοῦ π. Νικολάου) νά μέ ρωτήσει κάτι. Τοῦ εἶπα πώς ἤμουν στενοχωρημένη μέ τό παιδί μου καί δέν ἤξερα πῶς νά τό βοηθήσω. Ὁ π. Νεκτάριος μοῦ εἶπε νά παρακαλέσω τόν π. Νικόλαο νά βοηθήσει τό παιδί μου καί μοῦ ἐξήγησε ὅτι ὁ παπούλης ἀγαποῦσε πολύ τά παιδιά καί εἰδικά αὐτά πού ἔδιναν ἐξετάσεις (σάν καθηγητής πού ἦταν καί σάν πολύτεκνος πατέρας).
Ὅταν ἔκλεισα τό τηλέφωνο εἶπα στό γιό μου ὅσα μοῦ εἶπε ὁ π. Νεκτάριος καί τοῦ εἶπα ἀπόψε νά προσευχηθοῦμε καί οἱ δυό μας στόν π. Νικόλαο καί αὐτός θά μᾶς βοηθήσει. Ὁ γιός μου εἶπε: «Μαμά, μόνο γι’ αὐτόν τόν φοβερό κνησμό νά προσευχηθοῦμε, δέν μέ πειράζει γιά σπυριά, ἄς τά’ χω...»
Πράγματι αὐτό κάναμε καί τό πρωΐ ξύπνησε πολύ καλά. Τοῦ εἶχε περάσει ὁ κνησμός καί εἶχαν φύγει τά μισά σπυριά. Σέ δύο μέρες ἦταν ἐντελῶς καλά καί ἀπαλλαγμένος ἀπ’ ὅλα.
Συγκινήθηκα πολύ καί εὐχαρίστησα τόν Θεό καί τόν παπούλη γι’ αὐτή τήν εὐεργεσία στήν οἰκογένειά μου, σ’ αὐτή τήν δύσκολη καί κρίσιμη φάση τῆς ζωῆς τοῦ παιδιοῦ μου.
ΥΓ. Ὅταν ὁ πατέρας Νεκτάριος μέ πῆρε τηλέφωνο μετά ἀπό λίγες μέρες καί μέ ρώτησε πῶς πηγαίνει τό παιδί μου, μέ ρώτησε ἐπίσης ἄν ἔχω μία φωτογραφία τοῦ π. Νικολάου. Τοῦ ἀπάντησα πώς ὄχι, ἀλλά θά ἤθελα νά εἶχα μία φωτογραφία του. Τήν ἡμέρα πού τό παιδί μου ἔγινε καλά εἶχα σκεφτεῖ, ἀλλά δέν τό εἶχα πεῖ πουθενά, ὅτι ἄν εἶχα μιά φωτογραφία του θά τήν ἔβαζα κι αὐτή μαζί μέ ἄλλες φωτογραφίες ἁγίων γερόντων ὅπως τοῦ Γέροντα Παϊσίου, τοῦ Γέροντα Πορφυρίου καί Ἰακώβου Τσαλίκη, πού ἔχω σ᾽ ἕνα τραπεζάκι κάτω ἀπό τό εἰκόνισμα. Πράγματι αὐτή ἡ φωτογραφία ἔφτασε στά χέρια μου καί εὐχαριστῶ τό Θεό καί γι᾽ αὐτό τό μικρό δῶρο τῆς ἀγάπης Του. Δοξασμένο τό ἅγιο ὄνομά Του πάντων ἕνεκεν!
10-02-2012
Εὐγενία. Δ.
δασκάλα ἀπό τό Αἴγιο.
Μέ τήν ἐπιστολή μου αὐτή θά ἤθελα νά καταθέσω τρεῖς προσωπικές μαρτυρίες πού βίωσα μέ τόν ἀείμνηστο πατέρα Νικόλαο Ἀ. Πέττα, προκειμένου νά συμβάλλω κι ἐγώ στό νά γίνει εὑρύτερα γνωστό τό μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς του, ἡ διορατικότητά του καί γενικότερα τό ὑψηλό ἐπίπεδο τῆς πνευματικότητάς του.
Ἀρκετές φορές τόν ἐπισκεπτόμασταν χριστιανοί καί γίνονταν πνευματικές συζητήσεις. Ἐκεῖ μᾶς ἔδινε καί συμβουλές, εἴτε σέ προσωπικό, εἴτε σέ οἰκογενειακό ἐπίπεδο. Τό 1998 σέ μία ἀπό αὐτές τίς συζητήσεις ἀπευθύνθηκε σέ μένα καί μέ ρώτησε ἄν διατηρῶ ἀποθέματα ἀπό συγκεκριμένα ἀγαθά, διότι ὅπως μοῦ εἶπε «θά σοῦ χρειασθοῦν στό μέλλον». Ἀπόρρησα μέ τήν ἐρώτησή του, διότι στίς συζητήσεις πού γίνονταν καί εἶχα παρακολουθήσει ἀρκετές, δέν ἀναφερόταν ποτέ σέ ὑλικά ἀγαθά καί ἡ ἐρώτηση αὐτή ἔγινε μόνο σέ μένα πού τήν περίοδο ἐκείνη φάνταζε (ἄς μέ συγχωρέσει ὁ Θεός καί ὁ π. Νικόλαος) τουλάχιστον ἀστεία.
Ὅμως, ὅπως ἀποδείχθηκε στό μέλλον, μετά ἀπό πέντε μέ ἕξι χρόνια, ἀστεία δέν ἦταν ἡ ἐρώτηση, ἀλλά ἐγώ πού δέν ἄκουσα τήν συμβουλή του, διότι ὅπως εἶχε προείδει πράγματι τά ὑλικά γιά τά ὁποῖα μέ εἶχε ρωτήσει καί τά ὁποῖα εἶχα πλούσια τήν ἐποχή ἐκείνη, μοῦ ἔλειψαν τελικά σέ πολύ μεγάλο βαθμό.
Ἡ δεύτερη μαρτυρία πού ἔχω ἀφορά τήν ἐγγονή μου. Ἦταν πολύ μικρή καί εἶχε χτυπήσει. Εἴχαμε ἀνησυχήσει τόσο ἐγώ ὅσο καί ἡ κόρη μου. Πῆγα στόν πατέρα Νικόλαο καί ζήτησα τήν βοήθειά του. Αὐτός μέ καθησύχασε καί μοῦ εἶπε ὅτι ἡ μικρή δέν ἔχει τίποτα, μοῦ ἔδωσε δέ τό κορδονάκι πού εἶναι σταυρωμένο στήν Ἁγία Ζώνη τῆς Παναγίας μας. Τήν κράτησα μία ἑβδομάδα στό σπίτι καί τελικά ὄντως ἡ ἐγγονή μου δέν εἶχε κανένα πρόβλημα.
Καί ἡ τρίτη εἶναι, ὅταν ἡ κουμπάρα μου καί φίλη ἀπό τό Αἴγιο, Ἀσπασία Τρανούλη, ἀντιμετώπιζε ἕνα σοβαρό πρόβλημα. Μιά ἡμέρα χωρίς νά τόν περιμένει πῆγε στό σπίτι της ὁ π. Νικόλαος καί μοῦ διηγήθηκε ἡ ἴδια κλαίγοντας ἀπό συγκίνηση: «Χριστίνα μου, ἦρθε στό σπίτι μου σήμερα ὁ πατέρας Νικόλαος χωρίς νά τόν περιμένω καί νά τοῦ ἔχω πεῖ τίποτα καί τά᾽ χασα. Συζήτησα μαζί του τό πρόβλημά μου, μέ ἠρέμησε καί μέ βοήθησε νά βρῶ λύση».
Ἦταν ἕνας ἀξιόλογος ἄνθρωπος, ἤρεμος καί πράος καί ὅταν τόν ἐπισκεπτόσουν καί συζητοῦσες μαζί του φώτιζε τό μυαλό σου καί γέμιζε ἡ ψυχή σου.
Μέ σεβασμό, Χριστίνα Σ.,
Αἰτωλικοῦ 26, Πάτρα
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ
ΑΡΧΙΕΡΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΚΟΝΤΟΒΑΖΑΙΝΑΣ
ΑΡΧΙΕΡΑΤΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ
ΑΡΧΙΜ. ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ π’’ Ν. ΠΕΤΤΑΣ
ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟΝ 2014
ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟΝ
ΕΙΣ ΤΟΝ ΓΕΡΒΑΣΙΟΝ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΝ,
ΤΟΝ ΓΟΡΤΥΝΙΟΝ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΝ ΚΑΙ
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΝ ΦΩΣΤΗΡΑ ΤΩΝ ΠΑΤΡΩΝ
(1877 – 1964)
ΠΡΟΛΟΓΙΚΟΝ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Ἐν τῷ ἀρχείῳ τοῦ ἀειμνήστου καί εὐλαβεστάτου ἱερέως π. Νικολάου Πέττα, τοῦ ἐκ Πατρῶν, τόν ὁποῖον εἶχον τήν μεγάλην τιμήν καί τήν ἰδιαιτέραν εὐλογίαν νά γνωρίσω μίαν διετίαν πρό τῆς μακαρίας κοιμήσεως αὐτοῦ καί νά ἐκτιμήσω τάς πανθολογουμένας χριστιανικάς ἀρετάς, δι᾽ ὧν περιεκοσμεῖτο, σῴζεται δωδεκασέλιδον χειρόγραφον, συνταχθέν παρά τοῦ ἰδίου, κατόπιν αἰτήσεως τοῦ Παναγιώτου Ἀντ. Λόη, τελωνειακοῦ, καταγομένου καί ἐκείνου ἐκ τῆς πόλεως τῶν Πατρῶν. Ἐν αὐτῷ καταγράφονται βιωματικαί ἀναμνήσεις περί τοῦ ἀοιδίμου Γέροντος καί ὁσίου ἀνδρός π. Γερβασίου Παρασκευοπούλου, ἀπό τῆς κοιμήσεως τοῦ ὁποίου συμπληροῦνται ἤδη πεντηκονταετία. Ὁ μακαριστός π. Γερβάσιος ἦτο πνευματικός πατήρ τοῦ π. Νικολάου, ἀλλά καί τῆς προσφάτως μεταστάσης πρεσβυτέρας αὐτοῦ Ἀνθῆς, οἱ ὁποῖοι, ὡς εἰκός, καλῶς ἐγνώριζον τόν ἄνδρα καί τά μάλα ὠφελήθησαν παρ᾽ αὐτοῦ εἰς τήν κατά Χριστόν ζωήν.
Τό χειρόγραφον, ὡς ῥητῶς καί εὐκρινῶς σημειοῦται ἐν τῇ τελευταίᾳ σελίδι αὐτοῦ, παρεδόθη τήν 10-3-1998 ὑπό τοῦ συγγραφέως εἰς τόν Π. Λόην, ὅστις ἔμελλε νά χρησιμοποιήσῃ αὐτό μετ΄ ἄλλων μαρτυριῶν καί στοιχείων παρά πνευματικῶν τέκνων τοῦ π. Γερβασίου πρός ἐκπόνησιν σχετικῶν μελετῶν περί τοῦ σεβασμίου Γέροντος. Ἀλλά τό συλλεγέν ὑλικόν ἦτο μέγα καί πολύ καί διά τοῦτο ὁ ἀείμνηστος Π. Λόης ἐδημοσίευσεν ἐπιλεκτικῶς στοιχεῖα μόνον ἐκ τῶν δύο πρώτων σελίδων τοῦ περί οὗ ὁ λόγος χειρογράφου.
Ἐπειδή ἀναμφιβόλως ἡ δημοσίευσις τοιούτων μαρτυριῶν καί στοιχείων περί τοῦ βίου καί τῆς δράσεως μεγάλων προσωπικοτήτων, καί δή καί ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν, ὁποῖος ὑπῆρξεν ὁ π. Γερβάσιος, ὄχι μόνον συντελεῖ εἰς τήν προβολήν καί ἀνάδειξιν προτύπων φωτοειδῶν εἰς καιρούς πνευματικῆς αὐχμηρότητος, οἷοι καί οἱ παρόντες, ἀλλά καί ἀποτελοῦν συμβολήν εἰς τήν τοπικήν καί κατ᾽ ἐπέκτασιν τήν ἐκκλησιαστικήν ἱστορίαν τῆς χριστιανικῆς ἡμῶν χώρας, χαιρετίζομεν τήν ἔκδοσιν τοῦ χειρογράφου ἐν τῷ πλαισίῳ τοῦ Ἑορτολογίου 2014 τοῦ ἀφιερωμένου εἰς τόν π. Γερβάσιον. Πρός δέ εὐχαριστοῦμεν διά τήν εὐλογίαν καί συγχαίρομεν καί διά τήν πρωτοβουλίαν αὐτήν τόν Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως κ. Ἰερεμίαν, ἔξοχον ἐκκλησιαστικόν ἄνδρα, ἄξιον Ποιμενάρχην τῆς ἁγιοτόκου αὐτῆς παροικίας καί ὀτρηρόν καί ἄοκνον ἐργάτην ἐν τῇ περιοχῇ τῶν Βιβλικῶν Σπουδῶν, πρός ὅν εὐγνώμονες διατελοῦμεν, ἀνθ᾽ ὧν ὑπέρ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας καί τῆς ἐπιστήμης καί μετά πολλοῦ μόχθου ποιεῖ.
Χρῆστος Ἠλ. Καρρᾶς
Καθηγητής Φιλολογίας
Μεταγραφή τοῦ δωδεκασέλιδου χειρογράφου τοῦ π. Νικολάου Πέττα
γιά τόν πνευματικό του π. Γερβάσιο Παρασκευόπουλο:
«Ὁ πατήρ Γερβάσιος Παρασκευόπουλος ἦτο ὁ Ἅγιος τῆς ἐποχῆς μας, τῶν νεανικῶν μας χρόνων. Ὁ εὔσπλαχνος, ὁ κήρυξ τῆς χάριτος. Ὁ ἐξομολόγος μας. Ὁ ὁδηγητής μας.
1) Ὅταν ἔγινε ἡ πρώτη ἐξομολόγησίς μου πρός αὐτόν σέ ἡλικία δεκατεσσάρων χρονῶν, ὁ Διάβολος μοῦ ἔβαλε τέτοιαν φοβίαν ὅτι θά μέ βαρέσει καί θά μέ κτυπήσει. Ὅταν εἰσῆλθα στό Ἐξομολογητήριον, τότε ἄρχισε ὁ ἔλεγχος τῆς συνειδήσεώς μου καί ἀριθμοῦσα τίς ἁμαρτίες μου. Ἀμέσως ὁ πατήρ Γερβάσιος ἅπλωσε τά χέρια του καί μέ ἕσφιγγε στήν ἀγκαλιά του δυνατά πολλές φορές. Τό πιό φρικτό εἶναι ὅτι ἔκλαιγε πολύ, λέγοντάς μου θά χαθεῖς παιδί μου, θά χαθεῖς. Βλέποντας τόν Γέροντα νά κλαίει, μέ ἔπιασαν τά δάκρυα, γιατί συλλογιζόμουν «Ταλαίπωρε, ἀντί νά κλαῖς γιά τίς πράξεις σου, κλαίει ὁ Παπούλης;». Ἀφοῦ μοῦ ἔβαλε τόν κανόνα, βγαίνοντας ἀπό τό ἐξομογητήριον, δέν πατοῦσα στά πόδια μου, «ὡς ἐν οὐρανῷ ἰστάναι ἐνόμιζον». Ἔβλεπες ἐμπρός σου τήν παραβολή τοῦ Ἀσώτου.
2) Ἦτο ἡ πρώτη φορά πού πῆγα στό κήρυγμά του στήν Ἰωνίας 47, στήν Πάτρα. Εἶχε μεγάλα σκαμνιά. Ὅταν ἐκάθησα, τότε μέ ἔπιασαν μεγάλοι πόνοι, στά πόδια, στή μέση καί στά χέρια. Συνεχῶς ἄλλαζα θέση. Ἡ γλυκύτης καί ἡ αὐστηρότης τοῦ κηρύγματος τοῦ π. Γερβασίου δέν μέ ἄφηνε νά φύγω. Τήν ἑπόμενη, Κυριακή (7-8 ὥρα τό βράδυ), ἐκάθησα ἄνετα σάν νά ἦταν πολυθρόνα. Ἀπό τότε «ἐκολλήθη ἡ ψυχή μου ὀπίσω σου» (Ψαλμ. 62,9).
3) Τό κήρυγμα τοῦ Παπούλη (ἔτσι συνηθίζαμε νά τόν λέμε ἀπό σεβασμό), ἦταν ποταμός πύρινος, γλυκύς καί δροσερός «ἐξεχύθη ἡ χάρις ἐκ τῶν χειλέων του» (Ψαλμ. 44, 3). Ἐμελετοῦσε καί προετοιμάζετο διά προσευχῆς. Προηγεῖτο προσευχή. Ἡ κ. Ἀθηνᾶ Θεοδοσίου, μέ χορωδία τοῦ κατηχητικοῦ, ἔψαλλον τό «Κύριε ἐκέκραξα…» (Ψαλμ. 140) μετά ὕμνων. Ἐδονοῦντο ψυχαί καί καρδίαι. Ἔπειτα ἐκάθητο ὁ Παπούλης καί μέ βροντεράν φωνήν ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς του καί μέ ζέουσαν πίστιν (παρά τό γῆρας του) ἄρχιζε τό κήρυγμα. Οἱ ὀφθαλμοί μας ἐκρέμοντο ἀπό τά χείλη του καί, ὅπως ἡ Ἀκολουθία τοῦ Μεσονυκτικοῦ, «ὡς γλυκέα τῷ λάρυγγί μου τά λόγια σου, ὑπέρ μέλι τῷ στόματί μου». Ἦτο αὐστηρός, ἐλεγκτικός, οὐδέποτε ἐγέλα. Οἱ λόγοι του σάν δρόσος τοῦ οὐρανοῦ ἔπεφταν στίς καρδιές μας: «πάσῃ φυλακῇ τηρεῖ σήν καρδίαν» (Παροιμ. 4, 23).
Ὁ ἀείμνηστος Γέροντας ἄρχιζε μέ τήν Παλαιά Διαθήκη, κυρίως τό Δευτερονόμιον ἤ τόν Ἠσαΐαν. Ἔπειτα ἐκ τῆς Καινῆς Διαθήκης ἀπό τόν εὐαγγελιστήν Ἰωάννην: «ὁ τρώγων μου τήν σάρκαν καί πίνων μου τό αἷμα ἐν ἐμοί μένει, κἀγώ ἐν αὐτῷ» (Ἰω. 6, 56). Πάντα αὕτη ἦτο ἡ ἐπιγραμματική του ρῆσις. Πάντα ἔλεγε περί συχνῆς θεία Κοινωνίας, τῆς θείας μεθέξεως, καί κατέκρινε συχνά τήν ἀντιδωροληψίαν (δηλαδή οἱ ἐκκλησιαζόμενοι νά λαμβάνουν μόνο ἀντίδωρο, χωρίς νά μεταλαμβάνουν). «Πάντας τούς εἰσιόντας καί τῶν Γραφῶν ἀκούοντας καί μή μεταλαμβάνοντας ἀφορίζεσθαι χρή». Ἀπό τούς Ἀποστολικούς Κανόνες ὁ Θ’ Κανών ἀναφέρει: «Πάντας τούς εἰσιόντας πιστούς, καί τῶν Γραφῶν ἀκούοντας, μή παραμένοντας δέ τῇ προσευχῇ, καί τῇ ἁγίᾳ Μεταλήψει, ὡς ἀταξίαν ἐμποιοῦντας τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀφορίζεσθαι χρή». Ὁ Ζωναρᾶς τόν ἑρμηνεύει ὡς ἑξῆς: «Πάντας ὁ παρών κανών ἀπαιτεῖ, τῆς ἁγίας ἐπιτελουμένης θυσίας, μέχρι τέλους προσκαρτερεῖν τῇ προσευχῇ, καί τῇ ἁγίᾳ μεταλήψει· καί οἱ λαϊκοί γάρ συνεχῶς μεταλαμβάνειν τότε ἀπῃτοῦντο· κανών γάρ ἐστι τῆς ἐν Σαρδικῇ συνόδου, καί τῆς ἐν τῷ Τρούλλῳ ἕτερος, καί ἄλλος τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ, ὡς, εἴ τις ἐπί τρεῖς Κυριακάς παρών μή μεταλάβοι, ἀφοριζέσθω. Διό καί ὁ παρών κανών τούς μή παραμένοντας, ὡς τήν τάξιν συγχέοντας, ἀφορίζει· καί ὁ δεύτερος κανών τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ συνόδου περί τούτου φησίν», ἐνῶ ὁ Βαλσαμῶν: «Ὁ τοῦ παρόντος κανόνος διορισμός δριμύτατός ἑστιν· ἀφθρίζει γάρ τούς ἐκκλησιάζοντας καί μή παραμένοντας μέχρι τέλους, μηδέ μεταλαμβάνοντας. Καί ἄλλοι δέ κανόνες παρομοίως διορίζονται, πάντας ἑτοίμους εἶναι καί ἀξίους τῆς μεταλήψεως, καί τούς ἐπί τρισί Κυριακαῖς μή μεταλαμβάνοντας ἀφορίζουσιν». Τέλος, ἡ ἐρμηνεία τοῦ ἔγκριτου κανονολόγου Ἀριστήνου ἀναφέρει γιά τήν ἑρμηνεία του: «Ἀφορίστις τόν τῇ εὐχῇ καί τῇ μεταλήψει μή παραμένοντα. Τόν μή μέχρι τέλους προσκαρτεροῦντα τῇ ἐκκλησίᾳ, ἀλλ᾽ ἔτι τῆς ἁγίας λειτουργίας τελουμένης τῆς ἐκκλησίας ἐξερχόμενον, ὡς ἀταξίαν ἐμποιοῦντα τῇ ἐκκλησίᾳ ἀφορίζεσθαι χρή». Μέ λίγα λόγια ὁ π. Γερβάσιος πάντοτε τόνιζε τό θέμα τῆς συχνῆς θείας Μεταλήψεως καί Ἐξομολογήσεως. Συχνά ἔλεγε: «Διατί ζῶμεν; Ζῶμεν διά νά Κοινωνοῦμεν τόν Κύριον».
Μετά ἀπό τήν Καινή Διαθήκη, ἐδιάβαζε Ἱερούς Κανόνας ἀπό τό Ἱερό Πηδάλιον τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου. Συχνά φώναζε: «Ἁμαρτωλοί ποῦ φύγωμεν; Ὁ καιρός ἔφθασε! Καλά, θά τά δεῖτε ἐντός ὀλίγου…!». Ὅσα προεῖπε τά εἴδαμε καί τά βλέπομεν ὀφθαλμοφανῶς.
Στό τέλος τοῦ κηρύγματος κατέληγε κατά ταῦτα: «Ἀδελφοί μου… (ἀνακεφαλαιώνοντας τά διδάγματα). Τό κήρυγμα τελείωνε ἀκριβῶς στήν προγραμματισμένη ὥρα του, ἄνευ ὡρολογίου, διά τοῦ: «Νῦν ἀπολύεις τόν δοῦλόν σου…» σάν νά τελοῦνταν ἡ Ἀκολουθία τοῦ μικροῦ Ἑσπερινοῦ. Εἰδικά ἐνθυμοῦμαι, ὅταν ἔλεγε τήν εὐχήν τῆς κεφαλοκλισίας «Κύριε ὁ Θεός ἡμῶν… οὐ τήν ἐξ ἀνθρώπων ἀναμένομεν εἰς βοήθειαν, ἀλλά τό σόν περιμένοντες ἔλεος … ἀπό πάσης ἐπηρείας τοῦ ἀντικειμένου … ἀπό λογισμῶν ματαίων καί ἐνθυμήσεων πονηρῶν» (πρβλ. εὐχήν κεφαλοκλισίας). Τά σημεῖα αὐτά τῆς εὐχῆς τά ὑπερτόνιζεν ζωηρῶς.
Τί νά πρωτοθυμηθεῖ κανείς ἀπό τόν εὐλογημένο Γέροντα… Μετά τό: «Δι’ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν». «Τῆς ὑπερευλογημένης Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας…» μνημονευομένου καί τοῦ τιμωμένου Ἁγίου τῆς ἡμέρας (τοῦ ὁποίου ἔκανε μνεία καί διδάγματα περί αὐτοῦ) καί στό τέλος: «Ἀπολύεσθε ἐν εἰρήνῃ».
4) Τά κατηχητικά τοῦ πατρός Γερβασίου ἦταν πρωτοσύστατα ἐν Ἑλλάδι. Συγκεκριμένα ἀπό τό 1923 ἦταν ὁ ἱδρυτής Κατηχητικῶν Σχολείων Ἁγίου Δημητρίου (Κ.Σ.Α.Δ.) καί στήν Ἁγία Αἰκατερίνη γιά ὅλες τίς ἡλικίες ἀπό νήπια, παιδιά, ἀγόρια καί κορίτσια, καί ἐνήλικες. Ἀπό τότε ἀρχίζει ἡ ἱστορία τῆς Ἀναπλαστικῆς Σχολῆς Θηλέων, πού ἔφερεν τήν ὀνομασία «Ἁγία Ταβιθᾶ». Γιά τήν ἵδρυση τῶν κατηχητικῶν ἐμπνεύσθηκε ἀπό τόν ἀείμνηστο Ἀπόστολος Μακράκη (1831- †1905), ὁ ὁποῖος ἄρχισε τά κατηχητικά τῶν ἑλληνοπαίδων μετά τόν τουρκικό ζυγόν, ὅταν ἔκανε ἀγώνα γιά τήν συχνή θεία Μετάληψη. Ὁ π. Γερβάσιος ἦτο μαθητής ἐκείνου καί παρέστη ὡς φοιτητής εἰς τήν κηδεία του τό 1905 εἰς τό Ἱερόν Μητροπολιτικόν Ναόν Ἀθηνῶν.
Συχνά ὁ Παπούλης πήγαινε γιά λουτρά στά ἰαματικά λουτρά τῆς Ὑπάτης καί, περνώντας ἀπό τό Ὀρθόδοξο Χριστιανικό Σύλλογο «Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής» εἰς Ἀθήνας, ἔλεγεν: «Ἀκόμη τόν Διδάσκαλον τόν ἔχετε ξεσκέπαστον;», (κατά μαρτυρίαν τῶν ἀδελφῶν). Ἀμέσως βγάζει τόν σκοῦφον του λέγοντας: «Ἐμπρός, ὅ,τι δύναται ἕκαστος». Ἄλλος ἔβαλε τό ρολόι του, ἄλλος τό δακτυλίδι του, τή βέρα του καί ὅ,τι πολύτιμον εἶχεν. Ἐκεῖνο δέ τό βράδυ μαζεύτηκαν πενήντα χρυσές λίρες. Τούς παρέδωσεν τό ποσόν νά ἀγοράσουν οἰκόπεδον στή Χριστοκοπίδου 12, στόν Ψυρρῆ Ἀθηνῶν. Εἰς αὐτό εἰργάσθη μέ ἐράνους καί ὁ π. Αὐγουστίνος Καντιώτης μετά τῶν ἀδελφῶν, καί ἔτσι ἐκτίσθη ἐξαίσιον κτήριον διά κηρυγμάτων κατηχητικῶν.
Κατηχητικά, παντοῦ Κατηχητικά. Ὁ ἴδιος ἔκανε ὑποδειγματική διδασκαλία στούς κατηχητές καί τίς κατηχήτριες. Ὑπῆρχαν κατηχηταί ἀπό 13 ἐτῶν. Τούς προέτρεπε ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας.
Ὦ Σεβάσμιοι Κατηχηταί καί Κατηχήτριαι. Μέ πόσην ἀξιοπιστίαν, ζῆλον καί ἀκρίβειαν μετέδιδον καί μεταδίδουν εἰς τούς νέους καί νήπια τό Κατηχητικόν Λόγον. Ὅλη ἡ Πάτρα ἐδονεῖτο. Ὀνομάζοντο τά «Γερβασιανά ἔτη τῶν Πατρῶν», καί «Ἅπαντες ὁμοθυμαδόν ἔμενον τῇ προσευχῇ καί τῇ δεήσει». Ἐάν ἦτο ἀσθενής ὁ Γέροντας, ὡμίλει ἀπό τό τό κρεβάτι.
Ὦ ἀοίδιμοι διδάσκαλοί μου, πάτερ Γερβάσιε καί λαϊκέ κατηχητά Γεώργιε Οἰκονόμου, καί τόσοι ἄλλοι Σεβάσμιοι Κατηχηταί καί Κατηχήτριαι! Πόσα σᾶς χρωστοῦν ὁ πατραϊκός Λαός καί τά Περίχωρα! Ἐβγάλατε Ἐπισκόπους, Ἱερομονάχους, Ἱερεῖς, Μοναχούς, εὐσεβεῖς οἰκογενειάρχες. Ἐγεμίσατε τόν παράδεισο μέ Ἁγίους!
Ὁ Παπούλης, ὡς νεώτερος, κάθε Κυριακή ἔκανε τέσσερα κηρύγματα. Κάθε Κυριακή στό Ἱερό Ναό τῆς Παντανάσσης Πατρῶν, ὥρα 11 τό πρωί, πλῆθος λαοῦ καί πάσης ἡλικίας. «Ὁ Παπούλης» ἐφώναζον. Τό περισσότερον ἔργον τό ἐβάσταζεν ἕως τῆς σήμερον ἡ κ. Ἀθηνᾶ Θεοδοσίου. Ἐκ νεότητος αὐτῆς ἕως γήρατος ὑπηρέτησε τόν Γέροντα καί τά Κατηχητικά. Ἕως σήμερον! Διδασκαλία εἰς κατηχητρίας, ἐκμάθηση ὑμνωδίας, νουθεσία καί ἑλληνορθόδοξα ποιήματα. Ὁ π. Γερβάσιος εἰς τούς λόγους του ἔλεγε: «Ἡ κ. Ἀθηνᾶ εἶναι ἡ Μητέρα μας», καί αὐτό τά ἔλεγε ὅλα.
5) Ἦταν δριμύς καί ἐλεγκτικός εἰς πάντας τους ἄρχοντας τοῦ τόπου καί οὐδείς τόν παρετήρει. Ἀντίθετα ἔλεγαν «Ὁ Γερβάσιος τό εἶπε!».
• Κάποτε στήν πλατεία Βούδι Πατρῶν, ἐμάλωναν καί βλασθημοῦσαν δύο ἀστυνομικοί. Ὁ Γέροντας περνοῦσε καί ἀμίλητος τούς χαστούκισε διά τήν ἀπρέπεια. Τότε ἔπεσαν καί τοῦ ζήτησαν συγγνώμη.
• Ἄλλοτε ἦτο ἕνας ἑτοιμοθάνατος καί οἱ ἱερεῖς τόν παρακαλοῦσαν νά κοινωνήση (ἐπέμεναν οἱ δικοί του συγγενεῖς). Ὡστόσο ἦταν ἀνένδοτος ὁ ἀσθενής: «Ὄχι, ὄχι, δέν κοινωνῶ». Οἱ οἰκεῖοι του παρεκάλεσαν τόν Παπούλη νά πάει νά τόν μεταπείσει. Ὅταν πῆγε στόν ἀσθενῆ τοῦ εἶπε: «Παιδί μου, τί κάνεις;» καί ἔσκυψε καί τοῦ φίλησε τά πόδια, κλαίοντας. Ὁ ἀσθενής συνῆλθε λίγο φωνάζοντας: «Πάτερ Γερβάσιε, Παπούλη μου ἐσύ;». «Ναί παιδί μου», τοῦ ἀπήντησε ὁ Γέροντας. Τότε ἀνεφώνησε ὁ ἀσθενής: «Συγχώρεσέ με, Παπούλη μου. Ἔφταιξα!». Τότε ὁ Γέροντας τοῦ διάβασε συγχωρητική εὐχή καί τόν κοινώνησε. Ὁ ἀσθενής εὐθύς ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ.
• Εἰς τήν ἔναρξη ἑνός κηρύγματος εἶπε: «Πρώτη φορά, ἀδελφοί μου, ἐξομολόγησα, μετανοοῦντα μέ δάκρυα. Δάκρυα, ἀδελφοί μου, αὐτό εἶναι μετάνοια».
• Τά παλαιά χρόνια, πού ἔκανε νυκτερινές Θεῖες Λειτουργίες στόν παλαιό Μητροπολιτικό Ναό Πατρῶν, τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, ὅπου ἦταν προϊστάμενος τοῦ Ναοῦ αὐτοῦ ἀπό τόν Αὔγουστο τοῦ 1919, ἐκεῖ συνέρρεε πλῆθος κόσμου, μέ ζῆλον καί φωτιά πίστεως. Ὅλοι κοινωνοῦσαν τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἔκανε δέ καί θεῖο κήρυγμα. Τό Δαιμόνιο τόσον πολύ μισοῦσε τό ἔργο του, ὥστε ἐπείραζε τόν κόσμον, ἀνθρώπους ὑγιεῖς καί πιστούς. Ξαφνικά φώναζαν οἱ ἀσθενοῦντες ὑπό δαιμονισμοῦ ἀδελφοί: «Γερβάσιε, μᾶς ἔκαψες! Καψάλη πάψε!». Κατά παραχώρηση Θεοῦ ἄνθρωποι ἐδαιμονίζοντο ἐπί τόπου.
• Ὁ Γέροντας οὐδέποτε ἐνοχλεῖτο ἀπό ἐπαίνους καί δημοσιεύσεις. Ἕνα ἐπίσημο πρόσωπο τῆς Πατραϊκῆς κοινωνίας, ἐδημοσίευσε ἄρθρο ἐπαινώντας τόν Γέροντα, καί ἐπαξίως μάλιστα! Τό πρόσωπο αὐτό ἀργότερα ἐσυναντήθη μέ τόν Παπούλη, περιμένοντας ἀπόψεις γιά τό ἄρθρο του καί τά συγχαρητήρια. Ὁ Γέροντας δέν τοῦ εἶπε τίποτε. Τά Πάντα ἦτο σκύβαλα δι’ αὐτόν. Δέν τόν ἔκαμπτον ἔπαινοι. Οὐδέ τοῦ θείου Νόμου ἐξέκλινεν. Τύπος καί ὑπογραμμός ἐγένετο σύμφωνα μέ αὐτό, πού ἀναφέρει στήν Θεία του Λειτουργία ὁ Μέγας Βασίλειος: «Σφραγίς ἰσότυπος ἐν ἑαυτῷ δεικνύς σέ τόν Πατέρα» τολμῶ νά εἴπω.
6) Ὡς μέγας Πρωτοσύγκελλος Ἀθηνῶν τό 1940 τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος Χρυσάνθου Φιλιππίδου ἀνδρός ἐπιφανοῦς, (1938-1940), στόν ἑλληνογερμανικό πόλεμο τοῦ 1943, στήν Μητρόπολη Ἀθηνῶν ἦτο ἐπί εἰκοσιτέσσερις ὧρες ἐπί ποδός. Τήν ἡμέρα ἐλέγχων, ὑποδεικνύων, κηρύττων, καί μάλιστα στήν ἀρχαιοτάτη ἐκκλησία τῆς Παναγίας τῆς Ρόμβης τῶν Ἀθηνῶν.
Τά πύρινα κηρύγματά του ἔσεισαν τόν σκλαβωμένο λαό λέγοντας: «Ἐκ ρίζης ἐκβάλετε τήν ἁμαρτίαν ἀπό τίς καρδίες σας».
Στά γραφεῖα τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς, στήν ὁποία εἶχε διακονήσει καί ὡς «πρωτέκδικός» της, τοῦ ἔλεγαν οἱ συνεργάτες τοῦ κληρικοί: «Γερβάσιε, ἄν δεῖς τίς κολῶνες τοῦ Παρθενώνα, λίγο γέρνουν ἐκ τῆς εὐθείας, γι’ αὐτό κάμψον καί σύ λίγο!». Καί ὁ Γέροντας εὐθύς ἀπαντοῦσε: «Ὄχι! Ἐγώ στό θεῖο Νόμο δέν τό κάνω αὐτό».
Εἰς τά κηρήγματά του, πολλές φορές ἐξομολογεῖτο κλαίων. Ἐνθυμοῦμαι χαρακτηριστικά τόν Γέροντα μέ λυγμούς νά μᾶς διηγεῖται καί τό ἑξῆς περιστατικό: Ὅταν ἤμουν νέος Διάκονος στήν Ἀρχιεπισκοπή Ἀθηνῶν, ὑπῆρχε τήν ἐποχή ἐκείνη ἕνα καροτσάκι, τοῦ κουβαλοῦσε τοῦρτες στά γεύματα. Στό ὑπόγειο τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς ἦταν μία πτωχή Γερόντισσα, ξαφνικά ἀκούω νά λέγη: «Χθές τούρτα, σήμερα τούρτα, αὔριο τούρτα!». Καί συνέχισε ὁ π. Γερβάσιος: «Ἀδελφοί μου, ράγισε ἡ καρδία μου, αὐτό τό φέρω βαρέως. Ὁ Κύριος νά μᾶς γίνη ἵλεως ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως. Παρακαλῶ συγχωρήσατέ με. Ἐμεῖς καλοτρώγαμε καί ἡ γραῖα πεινοῦσε».
Ἄς ἐπανέλθουμε στή Γερμανική κατοχή, ὅπου ὁ Παπούλης στήν Ἀθήνα εἶχε ὀργανώσει μέ κυρίες συσσίτια. Ἐπίσης φροντίδα ἀσθενῶν καί πεινασμένων.
Ὑπῆρχε καί ὁμάς διασώσεως, κατά μαρτυρίες κυριῶν. Ὅταν ἐγίνοντο βομβαρδισμοί στόν Πειραιά, εἰδοποιοῦσε ἐθελόντριες, πιστές κυρίες, καί πήγαιναν μέ τά πόδια στόν Πειραιά, γιά νά ξεπλακώσουν τούς τραυματίες, καί παρεῖχαν τίς πρῶτες βοήθειες στούς λαβωμένους.
Τά γερμανικά ἀεροπλάνα βομβάρδιζαν καί ὁ π. Γερβάσιος κατά θαυμαστό τρόπο ὀρθός στά ἐρείπια. Καί ἀνεφωνοῦσε: «Μή φοβεῖσθε! Εἰ ὁ Θεός μεθ’ ἡμῶν, οὐδείς καθ’ ἡμῶν (Ρωμ. 8, 31)». Ἀλήθεια καί ποῦ δέν ἔτρεχε, γιά νά προσφέρει βοήθεια στήν κατοχική Ἀθήνα!
Ὅταν ἤμουν σπουδαστής ὡς νέος, περνοῦσε ἀπό τά παλαιά τότε Ἀνάκτορα, σταματῶ ἕνα γηραλέο σεβάσμιον ἱερέα. Ἐρωτῶ: «Πάτερ, ἐνθυμεῖσαι τόν π. Γερβάσιο;». «Ναί, παιδί μου. Καί σοῦ λέω, ἐάν δέν ὑπῆρχαν αὐτά τά ἀναστήματα στήν Ἐκκλησία, ὡς κλῆρος θά εἴχαμε πέσει κατά πολύ».
7) Γενικά ἀπό τήν δράση του:
Κατά μαρτυρίες παλαιῶν μαθητῶν του, ὡς νεώτερο ὁ π. Γερβάσιος, ἦτο εὐκίνητος καί ἐνεργητικός.
Εἰς τήν συνοικία Γούβας Πατρῶν, ἐπληροφορήθη ὅτι ὑπῆρχαν πολλοί χιλιασταί. Ἀμέσως συγκροτεῖ μία ὁμάδα μέ σκοπόν νά κτιστῆ αἴθουσα κηρυγμάτων. Ὅταν ἐτελείωσαν ὁ Γέροντας ἀπό τήν χαρά του ἔβαλε τόν σκοῦφον του ἀνάποδα καί ἀγαλλόμενος ἔχαιρε λέγων: «Ὁ Κύριος ἐνίκησε, κατεπατήθη ὁ ᾍδης. Ἐμπρός εἰς πρός ἕναν».
Εἰς τόν Προφήτη Ἠλία Πατρῶν, πλησίον τῆς Μονῆς, κάποτε τά παιδιά κλάδευον τό κλῆμα. Ἐνός νέου ἔφυγε τό ἐλατήριο ἀπό τήν ψαλίδα καί ἐβλασφήμησε τήν κηδεία του. Τό ἄκουε ὁ Γέροντας καί τόν κάλεσε μέσα στό Ναό, λέγοντάς του: «Εἰπέ τό Ἀναστάσιμο Ἀπολυτίκιον, Ἦχος γ’. «Εὐφραινέσθω τά οὐράνια, ἀγαλλιάσθω … πρωτότοκος τῶν νεκρῶν ἐγένετο». «Ξαναπέστω» τοῦ λέγει. Ὁ νέος λέει: «Πρωτότοκος τῶν νεκρῶν ἐγένετο». «Βλέπεις, παιδί μου, ἡ πρώτη κηδεία ἦταν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, αὐτή βλασφήμησες. Τώρα γονάτισε ἐμπρός στήν εἰκόνα Του, ἵνα σοῦ γίνει ἴλεως ὁ Κύριος». Ὁ νέος κατεδύθη εἰς δάκρυα μέ λυγμούς κατανοῶν τό σφάλμα του.
Ἡ ἀγάπη του γιά τό παιδί, τόν ἔκανε νέο, ὥστε ἔπαιζε σέ ἐκδρομές μέ τά παιδιά, τούς ὑποδείκνυε διάφορα παιχνίδια, πάντα μαζί μέ τά παιδιά, αὐτά τόν ὑπεραγαποῦσαν.
Πολλές φορές τοῦ κτυποῦσαν τήν πόρτα, ἀπαιτώντας νά τούς κάνει κήρυγμα.
Ἀκόμα ἔλεγε: «Προσέξτε τά νήπια. Τά νήπια οἱ μητέρες. Πρόσχωμεν. Αὐτά εἶναι τό μέλλον μας: «Τῶν γάρ τοιούτων ἐστίν, ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν (Ματθ. 19, 14)».
Ὁ π. Γερβάσιος ἦταν αὐστηρός, ἐλεγκτικός, ἐπιτιμῶν, ἄκαμπτος, ἀλλά συγχρόνως ἦταν εὔσπλαχνος πατέρας, συγκαταβατικός, δίκαιος, πάντας ἀγαπῶν. Ὁ ἅγιος, ὁ πιστός οἰκονόμος τῶν Μυστηρίων τοῦ Θεοῦ.
8) Κοιμήθηκε ὁσιακά σέ ἡλικία 87 ἐτῶν στίς 29-6-1964 στήν Ἀναπλαστική Σχολή Θηλέων Πατρῶν, ἐνῶ, ὁ κατά κόσμον Γεώργιος Παρασκευόπουλος, γεννήθηκε τήν 1-1-1878, στό χωριό Νυμφασία, πρώην Γρανίτσα τῆς Γορτυνίας ἀπό τόν Χαράλαμπο καί τήν Βασιλική. Ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία του τελέσθηκε στίς 30-6-1964 στόν Ἅγιο Δημήτριο Πατρῶν. Ἐτάφη ὄπισθεν τοῦ παρεκκλησίου τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς στήν Παιδική Κατασκήνωση στά Συχαινά Πατρῶν, πού ὁ ἴδιος ἀπό τό 1950 εἶχε ἱδρύσει. Ὅταν ἐκοιμήθη ὁ Γέροντας δέν εἶχε στό θυλάκιό του οὔτε φράγκο δέν εὑρέθη. Διέθεσε τά πάντα γιά τό παιδί, γιά τή Νεότητα, γιά τό κατηχητικό ἔργο.
Στόν Ἐπικήδειο Λόγο του ὁ π. Αὐγουστίνου Καντιώτη εἶπε μεταξύ ἄλλων: «Ὅτι ὁ π. Γερβάσιος εἶναι Ἅγιος, Ἅγιος!». Ἔγινε αἰτία καί κατελύθημεν ἅπαντες εἰς λυγμούς δακρύων. Καί ἔκλεισε τό Λόγο του μέ τό: «Ἡ Πάτρα μετά ἀπό διακόσια χρόνια θά δεῖ ἕνα τέτοιο μεγάλο πνευματικό ἀνάστημα!», ἐνῶ ὅλο τό πλῆθος τῶν παρόντων, κληρικῶν καί τῶν λαϊκῶν, ἀναφωνοῦσαν «Ἅγιος!». Κάθε φορά πού ἀκούω τόν ἀπομαγνητοφωνημένο ἐκεῖνο λόγο δακρύζω.
Ἱερεύς Νικόλαος Ἀ. Πέττας».